Ο «άγνωστος» Θέμος πίσω από τον Αναστασιάδη, όπως τον γνώρισαν οι συνεργάτες του!

Οι πτυχές της ζωής του όπως τις έζησαν μαζί του οι πιο στενοί του άνθρωποι....

Ο «άγνωστος» Θέμος πίσω από τον Αναστασιάδη, όπως τον γνώρισαν οι συνεργάτες του!

«Πέλαγο να ζήσω δεν θα βρω/σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο/Κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ/πότε άστρα, πότε άκρη της αβύσσου/Κάτι κυνηγώ σαν τον ναυαγό». Ανάμεσα σε print out από εφημερίδες, σκόρπια χειρόγραφα, άδεια κουτάκια από Coca-Cola Light, που λάτρευε, ψίχουλα πάνω στο τραπέζι, ακουγόταν το αγαπημένο του τραγούδι «Αυτή η νύχτα μένει» σε αυξημένη ένταση -σπάνιο για κάποιον που λάτρευε την ησυχία- στο ριπίτ, ξανά και ξανά, σχεδόν εμμονικά όπως όλα σχεδόν στη ζωή του.

Γιατί αν δεν υπήρχαν οι εμμονές, αυτή η ακατέργαστη πίστη σε οτιδήποτε ξεπερνάει τα όρια και υπερβαίνει ακόμα και εμάς τους ίδιους, δεν θα υπήρχε το «Πρώτο Θέμα». Διαβάστε παρακάτω...

Δείτε ακόμη: Survivor Ελλάδα-Τουρκία: Ο καρκίνος που "τσάκισε" τη κούκλα παίκτρια Δήμητρα Βαμβακούση!

Ή, καλύτερα, δεν θα υπήρχε αυτό το παράξενο σύμπαν από τους τρελούς και αλλόκοτους που μαζευτήκαμε για να αλλάξουμε τον τρόπο που φτιάχνονταν οι εφημερίδες, έξω από ιεραρχίες και όρια, με έναν αναρχικό, «πυρίκαυστο», που θα έλεγε και ο Ζουράρις, τρόπο που άφηνε άφωνο οποιονδήποτε προσπαθούσε να τον εξηγήσει. Και αυτό γιατί ο Θέμος απεχθανόταν μέχρι το μεδούλι του οποιαδήποτε μορφή συστήματος, αγκύλωσης, ιδεολογήματος και εξουσίας. Στο μόνο που πίστευε με θρησκευτικό ζήλο τόσο ο ίδιος όσο και όλα τα μέλη αυτού του παράξενου clan που λέγεται «Πρώτο Θέμα» είναι, εκτός από την οικογένειά του την οποία λάτρευε, η δημοσιογραφία. Σε αυτήν ομνύαμε όλοι εμείς οι τρελαμένοι σε σημείο ταλιμπανισμού που βρεθήκαμε ένα ωραίο απόγευμα, τις μέρες του Αγίου Βαλεντίνου του 2005, να ετοιμάζουμε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας.


Γιατί πώς αλλιώς να εξηγήσεις την τρέλα των ολίγων ανεξάρτητων και ετερόκλητων δημοσιογράφων που μαζευτήκαμε στον δεύτερο όροφο της Αποστόλου Παύλου, σε ένα παλιό διώροφο στο Μαρούσι, με μικρά γραφειάκια στην αρχή και με την ίδια διάθεση που είχαν οι παλιοί επαναστάτες όταν ετοίμαζαν τη μεγάλη ανατροπή κόντρα στην εξουσία χωρίς όπλα και μόνο με φλεγόμενο ταμπεραμέντο; Κανείς από τους επισκέπτες δεν πίστευε ότι αυτό το διώροφο με τα μικρά χωρίς διακόσμηση γραφεία φιλοξενούσε την πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα της Ελλάδας, αλλά ο Θέμος επέμενε ότι αυτό ήταν το μυστικό της επιτυχίας μας: ότι δεν πιστέψαμε ποτέ ότι είμαστε οι παράγοντες και οι μεγαλοδημοσιογράφοι, αλλά οι ανένταχτοι που διψούσαν για το αίμα της είδησης. «Κανένα θέμα έχουμε;» ήταν το μόνιμο μότο του όταν τριγυρνούσε ανάμεσα στα γραφεία, ψηλός και επιβλητικός, αρνούμενος να κάτσει κλεισμένος στο δικό του. Αλλωστε ποτέ δεν δέχτηκε για τον εαυτό του τον τίτλο «εκδότης» αλλά μονίμως, ακολουθώντας τη συνταγή που είχε μάθει από τα χρόνια της «Ελευθεροτυπίας», επέμενε ότι η πόρτα του γραφείου του πρέπει να είναι ανοιχτή στον καθένα και όλοι οφείλαμε να είμαστε ταυτόχρονα αρχισυντάκτες, ελεύθεροι ρεπόρτερ, διορθωτές, υλατζήδες, άνθρωποι που έκαναν τις εξωτερικές δουλειές, ετοιμοπόλεμοι για το καθετί. Είχε μάλιστα χρειαστεί τα πρώτα χρόνια, όταν οι αντίπαλοι σαμπόταραν την έκδοση, σε άλλον ένα από τους αμέτρητους πολέμους που είχε να αντιμετωπίσει η εφημερίδα, να κουβαλήσει ο ίδιος τα DVD για να προλάβει την έκδοση. Ο Θέμος επιβεβαίωνε συνεχώς τον κανόνα που τον ήθελε να είναι πρώτα φίλος και μετά αφεντικό.

Η απόλυτη εμπιστοσύνη που έδειχνε στις γυναίκες που είχε δίπλα του ήταν απαράμιλλη και δεν ξέρω να έχει υπάρξει, αλήθεια, άλλος εργοδότης που να μην έχει αφήσει την παραμικρή υπόνοια σεξισμού προς τις συναδέλφους του: τη Μαίρη μας, τη γραμματέα του και ήρεμη δύναμη που μιλούσε με χαμηλή φωνή για να μην εντείνει την ταραχή όλων των τρελαμένων δημοσιογράφων, τη Ρομίνα που δεν έπαυε ποτέ να τον πειράζει, τη δυναμική Νικολέττα, τη Ζωίτσα, που την είχε σαν τη μικρή του κόρη, τη χαλκέντερη Σάντυ, την πιστή πάντα Μαρία, την Τότα που τιθάσευε την αρρωστοφοβία του, τη Βάσω που έπινε τους καφέδες με τα λίτρα στην Ευελπίδων, την υπεύθυνη της διόρθωσης που της έβγαιναν τα μάτια στην προσπάθεια να αποκωδικοποιήσει τα κείμενά του, την Τζένη, τη φανατική οπλαρχηγό του που κρατούσε τα σκήπτρα και αναλάμβανε τα δύσκολα κείμενα, τη δυναμική και στιβαρή Αρια, την τηλεφωνήτρια Σύλβια που νίκησε, με τη συμπαράσταση του Θέμου και του Τάσου Καραμήτσου την αρρώστια, την DJ μας τη Βάσω, την Κλαίρη των επικίνδυνων φωτογραφικών αποστολών, και τα new entries της τρελοπαρέας Αφροδίτη και Νεφέλη οι οποίες δεν άργησαν να γίνουν (και αυτές) άνθρωποί του. Κυρίως όμως, εκτός από τη γυναίκα της ζωής του, την «Μπίλι», όπως αποκαλούσε τη Βασιλική και τις κόρες του Φιλιώ και Αλίκη, την αδελφή του την Νταϊάνα, τον άγρυπνο φρουρό που διάβαζε όλα μας τα κείμενα και προσπαθούσε να κρατήσει τα χαλινάρια σε εμάς τους απονενοημένους οπλαρχηγούς της είδησης. Τρώγοντας τα θρυλικά ξηροκάρπια -από τα οποία φροντίζαμε πάντα να κλέβουμε όλοι- ήταν εκεί στα δυναμικά κλεισίματα της Παρασκευής προσφέροντας συμβουλές και προσπαθώντας να τιθασεύσει την ορμητική τάση να σαρώνουμε το καθετί. Ας έφευγε το μακιγιάζ της μετά τις 2 το πρωί, οπότε αρχίζαμε τις ανταλλαγές κραγιόν: ήταν σύνηθες φαινόμενο να κυκλοφορούμε όλοι μας ακόμα με δεύτερα ρούχα, αφού πολλές φορές είχε χρειαστεί να κοιμηθούμε στην εφημερίδα για τις ανάγκες κάποιου ρεπορτάζ.

Δεκατρείς αλλαγές σε ένα βράδυ

Ο καναπές του creative director Γιάννη Κιοσόγλου, μετά τον καναπέ του Θέμου ήταν μονίμως κατειλημμένος από κάποιον αποκαμωμένο πολεμιστή της είδησης και της δημοσιογραφίας. Κάθε Παρασκευή η εφημερίδα στηνόταν ξανά από την αρχή αφού στα μάτια του Θέμου ήταν ήδη «μπαγιάτικη». Νομίζω ότι έχει σπάσει το Ρεκόρ Γκίνες αλλαγής εξωφύλλου και περιεχομένου εφημερίδας: 13 φορές σε ένα μόνο βράδυ!

Δείτε ακόμη: Δέσποινα Βανδή-Σπύρος Παπαδόπουλος: Μαζί επί σκηνής! Η συνεργασία που θα... συζητηθεί! (Βίντεο)


Το μόνο που κατέβαζε τις σαρωτικές ταχύτητες με τις οποίες είχαμε μάθει να δουλεύουμε όλοι ήταν, εκτός από την απέχθεια στον όρο «δημοσιοϋπαλληλισμός», ο βαθύς σεβασμός από τον κατώτερο υπάλληλο μέχρι τον ανώτερο. Αυτός ήταν ο άγραφος νόμος της φυλής του «Πρώτου Θέματος» και κάποια στιγμή όπου ένα σημαίνον διευθυντικό στέλεχος ζήτησε απομόνωση και γραφειάρα, με τη μετακόμισή μας στους νέους χώρους της Αγράφων νομίζω ότι εκτοπίστηκε σε έναν μικρό χώρο για αντίποινα. Οι βεντετισμοί δεν είχαν θέση στο γαλατικό χωριό που, παρ’ όλες τις αντιθέσεις και αντιρρήσεις, διατηρούσε τους σπαρτιάτικους νόμους της επιτόπου επίλυσης των διαφορών. Σπαρτιατικές ήταν και οι αντοχές, ίσως και γαλατικές, αφού ο Θέμος -σε ρόλο Πανοραμίξ- ετοίμαζε το μυστικό φίλτρο το οποίο πότιζε τους κατοίκους ώστε να μη νιώθουν κούραση και να είναι πάντα έτοιμοι για οποιαδήποτε αποστολή. Τα σίκουελ του Τζέιμς Μποντ ίσως έμοιαζαν αστεία μπροστά στα δικά μας επικίνδυνα άλματα: την αποκάλυψη του υπερβολικού γάμου του Τσοχατζόπουλου, τις φωτογραφήσεις της βίλας Ρουσόπουλου, τη Μερσεντές του πατέρα του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Ιάσωνα Σχοινά-Παπαδόπουλου ή τέλος πάντων οποιουδήποτε ήθελε να ταυτίσει την εξουσία με τον πλούτο.


Ξενύχτια με πίτσες

Είχαμε πάντως, όπως όλοι οι πολεμιστές τις (αγρ)αναπαύσεις μας που συνοδεύονταν από γενναίες δόσεις γουρουνόπουλου: αξέχαστο το επικό τσιμπούσι μας μετά από μια ακόμα νίκη μας μετά την πρόσκαιρη μεταβίβαση του «Πρώτου Θέματος» στον Μπόμπολα, αφού ξέραμε ότι εμείς δεν καταλαβαίνουμε από αφεντικά. Ενίοτε το μενού, εκτός από γουρουνόπουλο, περιλάμβανε για τους χορτοφάγους... πίτσες -πάντα τις καλύτερες από την ακριβότερη αλυσίδα- μαζί με δίλιτρες Coca-Cola, Sprite ενίοτε και κόκκινο Johnny Walker για τους ντερμπεντέρηδες. Δεν θυμάμαι σχεδόν κανένα ξενύχτι, ειδικά αυτά του 2015, που να μη συνοδεύονται από κερασμένα λιπαρά εδέσματα, μια προειδοποίηση ότι οι δίαιτες δεν ταιριάζουν στους μονομάχους. Πολλές φορές συνήθιζα να λέω στον Θέμο ότι στο «Πρώτο Θέμα», εκτός από τα νιάτα μου, έφαγα και την ομορφιά μου με τα διαρκή κεράσματα: προφιτερόλ από τον «Ανδριά», κινέζικα από το «Wagamama», μέχρι και ουρανοκατέβατος σολομός είχε προσγειωθεί στο γραφείο μου -και φυσικά όχι μόνο στο δικό μου- όταν του είπα ότι ξεκινάω δίαιτα.

Από το «Γαλατικό χωριό» δεν θα μπορούσε να λείπει το γουρουνόπουλο

«Εδώ οι επιθυμίες μας γίνονται ανάγκη» ήταν το σημείωμα που συνόδευε κάθε έκτακτο δώρο, το οποίο φυσικά δεν ήταν μονοσήμαντο. Μια υπερμεγέθης πάστα ήταν η όμορφη δωροδοκία του Θέμου για να συντάξω ένα κείμενο 10.000 λέξεων (!) -αντίστοιχα ρεκόρ έχουν σπάσει και άλλοι συνάδελφοι, όπως ο Δημήτρης Παγαδάκης και η Τζένη Αγιανδρίτη- σε ένα βράδυ, μια μίνι ουσιαστικά βιογραφία του πρώην προέδρου της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ. Τα φιλέματα και οι αγκαλιές ήταν ο δικός του τρόπος να πει συγγνώμη κάθε φορά που θα γινόταν απαιτητικός ή απόλυτος. Γιατί τη φωνή δεν την ύψωνε ποτέ, ούτε προσέβαλλε, έχοντας τον δικό του τρόπο, αυτόν της ευγένειας και του χιούμορ, για να σε πείθει ή να σε σκοτώνει.

Εννοείται πως τσακωνόμασταν όλοι με όλους, πάνω στην ένταση, αλλά οι καβγάδες ήταν όλοι παροδικοί. αφού στις αντιμαχίες μας δεν χωρούσαν βυζαντινισμοί παρά μονάχα ντομπροσύνη. Και αυτό το λέω κατηγορηματικά και με κάθε τρόπο. Οταν πριν από λίγα χρόνια είχα ζητήσει την άδεια του Θέμου να έχω σταθερή συνεργασία (και) με άλλο έντυπο, παρά τις αντιρρήσεις του, τελικά δέχτηκε ακριβώς επειδή δεν του το έκρυψα: «Δεν θέλω να φτάσεις να γίνεις σαν και εμένα που έβριζα τον Θέμο Αναστασιάδη από τη στήλη που είχα με ψευδώνυμο στο αντίπαλο έντυπο», όπως μου είχε εκμυστηρευτεί. Πάντα φρόντιζε να αυτοσαρκάζεται και πρώτον απ’ όλους να βάζει στο στόχαστρο τον εαυτό του.

«Γράψε ό,τι θέλεις και όσο θέλεις»

Κάποια άλλη στιγμή, γνωρίζοντας ότι είμαι με το μέρος κάθε αναρχικού και κάθε αποσυνάγωγου, σε μια σύσκεψη μου είπε ότι είναι ντροπή μου να υποστηρίζω ένα παιδί με τέτοιο ποινικό μητρώο όπως ο Νίκος Ρωμανός, μια θέση με την οποία είχαν συμφωνήσει όλοι. Θεωρούσαν ανεκδιήγητο πώς μπορούσαν να εκφράζονται εκ μέρους μου τόσο ακραίες απόψεις, κάτι που με είχε κάνει να αποχωρήσω από τη σύσκεψη ύστερα από μεγάλη αντιπαράθεση. Λίγο αργότερα με φώναξε πάνω και μου είπε: «Γράψε ό,τι θέλεις και όσο θέλεις αρκεί να έχει επιχειρήματα και να είναι καλογραμμένο». Αυτό ακριβώς ήταν ο Θέμος Αναστασιάδης και το λέω με ονοματεπώνυμο δηλώνοντας όλο το DNA-ικό φορτίο ενός ελεύθερου ανδρός που ο πατέρας του ήταν φίλος του Πάτρικ Λι Φέρμορ, τον οποίο είχε γνωρίσει και ο ίδιος στην αγαπημένη του Μάνη, εκεί όπου θέλησε να ταφεί, εκεί όπου τα ψηλά βουνά δεν χωρούν ψεύδη και μικρά μεγέθη, δείχνοντας κυρίως ότι η αλήθεια είναι πάντοτε γυμνή, όπως ακριβώς και τα βράχια στο αγαπημένο του μέρος ή μάλλον συνοδεύεται από μεγάλες φουρτούνες, σαν τα άγρια κύματα στον αγαπημένο του Γερολιμένα.

Γουρουνόπουλα και πλάκες με τον Γιάννη Μακρυγιάννη, για χρόνια εκπρόσωπο των δημοσιογράφων στην ΕΣΗΕΑ, στα γραφεία του «Πρώτου Θέματος»


Οσο περισσότερο απειλούσες τον Θέμο τόσο περισσότερο έχωνε το μαχαίρι στο κόκαλο και όσο προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω από ταμπέλες, εξουσία ή μεγαλοσχήμονες τόσο πιο έτοιμος έδειχνε στο να αποκαλύψει το σαθρό σου οικοδόμημα. Ενίοτε έμοιαζε με έναν αετό που πετούσε περήφανος και δεν ήθελε να νιώσει από σένα αδυναμία, άλλες φορές πάλι εκδήλωνε απόλυτη τρυφερότητα απέναντι στην αδυναμία. Είχε βοηθήσει, άλλωστε, ένα παιδί από το Αφγανιστάν που κόντευε να χάσει το ένα του μάτι δίνοντας ένα τεράστιο ποσό, για το οποίο φυσικά φρόντισε να μη μάθει κανείς τίποτα. Αυτός ο «ρατσιστής», όπως πολλοί «ενάρετοι» οπαδοί των καθαρών ιδεών σπεύδουν να τονίσουν, δεν άφηνε κανέναν ξένο και απροστάτευτο χωρίς βοήθεια. Μάλιστα περιέβαλλε με απόλυτη αγάπη τους αλλοδαπούς που συνεργάζονταν μαζί του. Υπέφερε στη σκέψη ότι κάποιος θα έμενε αβοήθητος και είναι άπειρες οι περιπτώσεις των συνεργατών του και όλων ημών που περιέθαλψε. Δύο πράγματα δεν άντεχε με τίποτα: να βλέπει να πάσχουν παιδιά και αδύναμοι. Ολοι οι άλλοι -ειδικά οι άνθρωποι της εξουσίας- ας έκαναν ό,τι θέλουν. Αντίστοιχα πάλι το βόλεμα και η ρουφιανιά νομίζω ότι, σε αντίθεση με άλλα αφεντικά, τον έκαναν κυριολεκτικά να αρρωσταίνει.

Πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος

Μόνο ο Θέμος, άλλωστε, θα μπορούσε να πολεμάει τον ίδιο τον εαυτό του επιβεβαιώνοντας τον πρώτο στα χρονικά της γραφής κανόνα της ρητορικής που υποστήριζε ότι ένα επιχείρημα έχει ισχύ όταν είναι καλά συγκροτημένο. Αμετανόητος Γοργίας, οπαδός και φετιχιστής του λόγου, απίστευτος γραφιάς και λάτρης των κειμένων, ο Θέμος ήταν πάνω απ’ όλα δημοσιογράφος. Φανατικός οπαδός μιας αναρχίας που περνούσε από το στόμα και γινόταν λέξη και κάθε λέξη μια βέργα μεταλλική, έτοιμη να χτυπήσει οποιονδήποτε καρεκλοκένταυρο και αλαζόνα. Είναι ο μόνος άνθρωπος στον οποίο έχω εκφράσει -χωρίς φόβο- οτιδήποτε μου ερχόταν στο κεφάλι και ο μόνος που μου έχει δώσει την απόλυτη ελευθερία -και όχι μόνο σε μένα αλλά στον καθένα- αυτή η αλλόκοτη ιδέα να γίνει κείμενο, έκφραση, επαναστατικό πραξικόπημα, ντανταϊστική πράξη, όπως λέγαμε, υπογράφοντας μαζί σε ένα από τα ξενύχτια ένα ψευτο-ντανταϊστικό μανιφέστο το οποίο τόλμησε να δημοσιεύσει.

Μας ανεχόταν όλους με τις παραξενιές και τις υπερβολές μας, αρκεί να μην υποπίπταμε στο θανάσιμο αμάρτημα του «κλασαυχενισμού», όπως λέμε οι ελιτιστές και κουλτουριάρηδες, ήτοι της υποκρισίας. Ισως και της κοινοτοπίας, αφού οποιοδήποτε δημοσιογραφικό κλισέ διαγραφόταν με τη μία από το κείμενο και από τον χάρτη. Ο παράδοξος, αποσυνάγωγος τρόπος μιας σκέψης που επέβαλλε ακριβώς τα αντίθετα απ’ όσα πίστευε νομίζω ότι είναι το μυστικό του «Πρώτου Θέματος» και του λόγου που εμείς οι παρανοϊκοί αγαπήσαμε τόσο αυτό το πάρτυ -γιατί περί πάρτυ πρόκειται- που μας κράτησε ξάγρυπνους και σε εγρήγορση, θα τολμούσα να χρησιμοποιήσω και τη φράση «αδιανόητα καυλωμένους», όλα αυτά τα χρόνια, κάθε μέρα, όλες τις ώρες με κάθε τίμημα. Είχαμε και απώλειες, κάποιοι δεν άντεξαν, ο ίδιος ο Θέμος το πλήρωσε με την υγεία του, μετά τον ανηλεή πόλεμο που του έκανε το πολιτικό σύστημα από δεξιά και αριστερά - ειδικά από αριστερά. Οσο πιο πολύ, όμως, τον χτυπούσαν τόσο επέμενε προτιμώντας να είναι αυτός το θύμα παρά ο παραδομένος. Πολλοί τον πρόδωσαν, κάποιους, ναι, τους αδίκησε, άλλοι πληγώθηκαν, αλλά είμαστε όλοι εμείς οι άνθρωποί του που όσο και αν διαφωνούσαμε τόσο θέλαμε να συνεργαζόμαστε μαζί του προς απορία όλων όσοι προσπάθησαν να αντιγράψουν το παράδειγμά μας ή να αποσπάσουν τους αγαπημένους του συντάκτες με μεταγραφές. Εδώ, στο «Πρώτο Θέμα», ίσχυε αυτό που ισχύει στα ζευγάρια: μπορεί μεταξύ μας να τσακωνόμαστε, αλλά οι μυστικοί μας κώδικες δεν επιτρέπουν αλλαξοπιστίες.

Δείτε ακόμη: Τηλεθέαση 29/1: Μάχη σώμα με σώμα για την πρωτιά! Ποια προγράμματα τσακίστηκαν και ποια έκοψαν το νήμα;

Το μυστικό της επιτυχίας

Την κριτική τη δεχόταν ο Θέμος απ’ όπου και αν προερχόταν, ενώ δεν σταματούσε ποτέ να αυτοσαρκάζεται με τον πιο ανελέητο τρόπο - όπως ξέρουμε, το χιούμορ είναι το όπλο των βαθιά σκεπτόμενων ανθρώπων, των εσωστρεφών και των καταθλιπτικών και ο Θέμος ήταν η τρανή επιβεβαίωση αυτού του τριπτύχου. Μάλιστα, κάποια στιγμή μου είχε αφηγηθεί το ανέκδοτο για μια αναρχοαυτόνομη σερβιτόρα γεμάτη τατουάζ, την οποία είχε συναντήσει σε ένα εστιατόριο της Πάρου, και επειδή είχε καταλάβει ότι τον απεχθανόταν αρνούμενη να τον σερβίρει, την καλούσε στο τραπέζι και τη ρωτούσε να του απαντήσει πού στο καλό δουλεύει τον χειμώνα, αλλά εκείνη δεν του έδινε καμιά απάντηση. «Τον χειμώνα μαζεύω γκαζάκια για να σας κάψουμε όλους εσάς», του ψιθύρισε στο τέλος στο αυτί κι εκείνος, αντί για απάντηση, της άφησε γενναίο φιλοδώρημα. «Φίλη μου δηλαδή», του σχολίασα επιβεβαιώνοντας τη θεωρία που είχε για μένα ότι είμαι αναρχική Εξαρχιώτισσα. «Γι’ αυτό σ’ το είπα», ήταν η απάντησή του και συνεχίσαμε να πίνουμε αμέριμνοι τα τεράστια Starbucks μας. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση προς όλους τους κοντόφθαλμους υποτιθέμενους ριζοσπάστες που δεν είδα ποτέ να αυτοσαρκάζονται ή έστω να αναρωτιούνται αν ήταν σωστό να καταφέρουν χτυπήματα κάτω από τη ζώνη στους διαφωνούντες. Με τον Θέμο μπορεί να είχες εντελώς διαφορετικές απόψεις-και είχαμε πολλοί στο «Πρώτο Θέμα»- αλλά ήταν ο μόνος στον οποίο μπορούσες να τις καταθέσεις αφού ποτέ, μα ποτέ, δεν μας έδωσε γραμμή, ποτέ δεν μας ζήτησε να γράψουμε καθ’ υπαγόρευση ή να γίνουμε, εντέλει, κάτι που δεν είμαστε.

Ισως μάλιστα και η ταυτότητα του επαναστάτη, την οποία είχε εκείνος από γεννησιμιού του, να ήταν αυτή που συνιστούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνεις μέλος της κάστας που λέγεται «Πρώτο Θέμα». Χαρακτηριστική είναι η στενή σχέση που είχε με όλα τα ανένταχτα πνεύματα, όπως με τον κινηματογραφικό κριτικό Τάσο Θεοδωρόπουλο, με τον οποίο έφτανε συχνά στα όρια: όταν ο Θέμος πρωταγωνίστησε σε κινηματογραφική ταινία -ναι, το έχει κάνει και αυτό!- η οποία δεν άρεσε καθόλου στον Τάσο, φρόντισε να δημοσιεύσει αυτούσια την κριτική του η οποία όχι μόνο έθαβε τον Θέμο για τη μηδενική του υποκριτική ικανότητα αλλά τελείωνε με την ειρωνική φράση «εγκώ, καλό κριτικό σινεμά από Αλμπανία αγκαπώ αφεντικό». Τυπώθηκε ακριβώς έτσι και δεν ξέρω καμία εφημερίδα που να τολμούσε να δημοσιεύσει πράγματα που σατίριζαν τον ίδιο τον εκδότη. Είναι ο ίδιος κριτικός κινηματογράφου που όταν ο Θέμος τον έβλεπε να έχει κατεβάσει ένα μπουκάλι βότκα, την οποία είχε μονίμως πάνω στο γραφείο, απλώς περνούσε από δίπλα του και του ψιθύριζε «ματαιότης, ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Ηθελε να του λέμε τις αδυναμίες μας γιατί αυτές πίστευε ότι ήταν τα ουσιαστικά μας πλεονεκτήματα. Μπορούσαμε να του εκμυστηρευόμαστε τα πάντα, να του εκφράζουμε τις πιο ακραίες απόψεις αρκεί να μην ήταν μέτριες. Γιατί το μόνο που μισούσε -εκτός από το κάπνισμα- ήταν η ραθυμία και η μετριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι το μυστικό της επιτυχίας του «Πρώτου Θέματος»: ότι πρέπει να σκεφτόμαστε όσο μπορούμε «έξω από το κουτί», όπως λένε αγγλιστί, να βλέπουμε πίσω από την είδηση αυτό που δεν έβλεπε κανείς και, όπως έλεγε και ο ίδιος, όταν νομίζουμε πως υπάρχουν καινούρια θέματα γιατί η επικαιρότητα έχει τα ίδια και τα ίδια: «Να χτυπάτε το κεφάλι σας στον τοίχο για να ξυπνήσετε. Να “ξεψαχνίσετε” τον οποιοδήποτε και να τον κάνετε “καινούριο” - όχι με την καλή έννοια».

«Υπέροχος τίτλος»

Ο Θέμος ΕΠΕΜΕΝΕ πως «η είδηση δεν είναι αυτό που νομίζεις αλλά πλέον κρύβεται πίσω από πάρα πολλά “ναι μεν αλλά” και δεν πρέπει κανείς να ασχολείται πια με την τρέχουσα δημοσιογραφία. Οσο και να τρέχεις, όλο και κάτι θα σου έχει ξεφύγει. Ασε τα πράγματα και τα πρόσωπα από μακριά και τότε θα διακρίνεις το δάσος όπου κινδυνεύουμε να χαθούμε, αντί να κάνεις πιπί γύρω-γύρω από το δεντράκι». Αυτά τα ολίγα ως οδηγίες προς ναυτιλλομένους ή προς απάντηση τού τι ήταν αυτό που κράτησε και κρατάει, τόσα χρόνια, πρώτο το «ΘΕΜΑ». Επίσης δεν έπρεπε και δεν πρέπει να θεωρούσαμε κανένα θέμα μας υπερπλήρες και δεδομένο ότι θα δημοσιευτεί, αφού η λεγόμενη «κατάψυξη», στην οποία κατέληγαν τα περισσότερα από τα επί μέρες γραμμένα ρεπορτάζ, ήταν γεμάτη διαρκώς και κάθε Παρασκευή η εφημερίδα στηνόταν κυριολεκτικά από την αρχή. Τα θέματα δεν έπρεπε μόνο να είναι φρέσκα ή μη βαρετά, αλλά να καίνε και να ξεσηκώνουν τον αναγνώστη. Ο Θέμος σιχαινόταν τα ειδησεογραφικά κείμενα και, όπως ακριβώς οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ήθελε να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και να βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή. Ή να αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν είχε φανταστεί. Εχει τύχει να κάνουμε πολύωρη σύσκεψη και αυτός, ζωγραφίζοντας αεροπλανάκια στο χαρτί και απαξιώνοντας να σχολιάσει τις βαρετές προτάσεις μας, να μη δέχεται τίποτα. Μέχρι που κάποια στιγμή του είπα, σίγουρη πως δεν θα τον ενδιαφέρει, για ένα πολιτιστικό φεστιβάλ που είχε γίνει στις Πρέσπες όπου είχε τραγουδήσει η Πρωτοψάλτη. Του ανέφερα και την παρουσία γνωστής υπουργού που φορούσε κόκκινα γάντια. «Αυτό είναι θέμα», απάντησε ενθουσιασμένος, «Τα κόκκινα γάντια της υπουργού - υπέροχος τίτλος». Αυτό ακριβώς ήταν ο Θέμος: έβλεπε τίτλους και θέματα εκεί όπου όλοι ήμασταν τυφλοί και αυτό μας έμαθε να κάνουμε κι εμείς οι αρχισυντάκτες, οι απλοί γραφιάδες και οι διευθυντές. Δεν νομίζω να έχει γραφτεί ποτέ κανένα θέμα αν κάποιοι από τους διευθυντές, όπως σήμερα ο Μπάμπης Κούτρας, δεν έχει σκεφτεί εκ των προτέρων τον ιδανικό τίτλο.

«Η δημοσιογραφία δεν έχει ωράρια»

Τέλος, ο Θέμος μάς καλούσε να κλείνουμε τα αυτιά μας και να μην απαντάμε στις κατηγορίες. Εχει τύχει να ζήσω από κοντά, ως τότε διαπιστευμένη του υπουργείου Πολιτισμού, την κατασκευή της υπόθεσης του υποτιθέμενου «κομιστή» και νομίζω ότι όλοι εμείς που τα βιώσαμε, κάποια στιγμή, θα αποκαλύψουμε όλη την αλήθεια στοιχειοθετώντας πώς φτιάχνονται έννοιες και κατηγορίες από τα media, τους ψευδεπίγραφους μνηστήρες, όλο το σύστημα. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αλλά το μόνο που θα πω για εκείνη την εποχή είναι ότι κανείς μας δεν κοιμόταν σπίτι του, όλοι είχαμε οχυρωθεί στα μικρά γραφεία της Αποστόλου Παύλου τρώγοντας σοκοφρέτες και πλαστικά σάντουιτς από το μηχάνημα και επιμένοντας ότι δεν θα φύγουμε ποτέ από εκεί μέσα αν δεν υπάρξει δικαίωση για τον Θέμο, όπως εκείνοι οι παλιοί επαναστάτες στην Παρισινή Κομμούνα σε εκκλησία της Μονμάρτης.

Ηταν τότε που κρατήσαμε μόνοι μας το «Πρώτο Θέμα», όταν όλοι οι αντίπαλοί μας μάς έδιναν απλώς λίγους μήνες ζωής - και αυτό δεν σταματούσαν να το κάνουν από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του. Θυμάμαι να έρχονται οι δικοί μας και να μας φέρνουν τρόφιμα ακόμα και ρούχα - ένας πραγματικός πόλεμος, άλλος ένας σε καιρό ειρήνης. Το κάναμε, όμως, από μια αδιανόητη πιστή προσήλωση προς τον Θέμο και νομίζω ότι το ήξερε και το αναγνώριζε με την καρδιά του. Βέβαια έκτοτε του έμεινε η κακή συνήθεια να θεωρεί δεδομένο ότι το σπίτι μας είναι η εφημερίδα, με αποτέλεσμα οι οικογένειες όλων να μείνουν σε δεύτερη μοίρα. «Η δημοσιογραφία δεν έχει ωράρια, ούτε προσωπική ζωή» απαντούσε πάντα σε όποιον τολμούσε να πει τις απαγορευμένες λέξεις «διακοπές» και «άδεια». Κυριολεκτικά τις σιχαινόταν. Εχουμε περάσει αμέτρητες Πρωτοχρονιές στο γραφείο απλώς πίνοντας αφρώδεις οίνους και κουτσομπολεύοντας, γιατί για τον Θέμο ο καναπές του σπιτιού ήταν μόνο για τους δημόσιους υπάλληλους και τους βολεμένους.

Εχει τύχει επίσης να γίνουν μεταμεσονύχτιες συσκέψεις ή να γυρίσουν πίσω στο γραφείο δημοσιογράφοι επειδή απλώς ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν υπάρχει αρκετός ενθουσιασμός ή επαρκή στοιχεία που θα στήριζαν το συγκεκριμένο δημοσίευμα. Εννοείται πως σε όλους μας έχει τύχει να διαλυθούν ρομαντικά ραντεβού από τα απανωτά τηλεφωνήματα του Θέμου. Επειδή ακριβώς ποτέ δεν καταλαβαίναμε τι μας έλεγε -η γνωστή προφορά του που έμοιαζε με κάποιον που μασουλάει χαλίκια- παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής προς το γραφείο. Το αστείο είναι ότι αυτό δεν γινόταν επιτακτικά, αλλά γιατί μας είχε πείσει ότι ο μεγάλος έρωτας της ζωής μας και το πάθος μας είναι η δουλειά μας. Και ότι αυτό που συνέβαινε και συμβαίνει ακόμα εδώ μέσα είχε τα χαρακτηριστικά μιας ανολοκλήρωτης επανάστασης με τα δικά μας μέσα. Ισως γι' αυτό και οι καβγάδες ή τα ξεσπάσματα να είναι μνημειώδεις όπως και τα πάθη μας. Ισως για αυτό να μην υποχωρούμε ποτέ μπροστά σε τίποτα. Ο Θέμος μάς έμαθε να δίνουμε τη μάχη μέχρι τελικής πτώσης, όπως ο ίδιος, που ακόμα και πριν την ύστατη ώρα ζητούσε στυλό για να γράψει. Την ανάσα μας θα την πάρουν αλλά όχι την έκφραση και αυτό είναι το μότο που θα συνοδεύει για πάντα ως τη βαθιά παρακαταθήκη που άφησε ο Θέμος μας σε εμένα και όλους τους εργαζόμενους στο «Πρώτο Θέμα».

Γι’ αυτό ακριβώς στο γραφείο μου -όπως και σε άλλων συναδέλφων- το οποίο κοσμούν οι φωτογραφίες του Τσε Γκεβάρα, του Παναθηναϊκού -ναι, του Παναθηναϊκού!-, του Ζίγκμουντ Γεν, του πρώτου κομμουνιστή, Ανατολικογερμανού αστροναύτη που κατέκτησε το Διάστημα, του Μπακούνιν, της Νέας Υόρκης -κοινή μας λατρεία!- πλέον θα στολίζει και αυτή του Θέμου. Γιατί ο Θέμος Αναστασιάδης δεν ήταν αφεντικό αλλά μια larger than life figure που, όπως έγραψε και η αδελφή του Νταϊάνα στη σελίδα της στο Facebook, το έκανε και το έζησε in his own way, όπως ο Φρανκ Σινάτρα - τον οποίο να θυμίσω ότι αποκαλούσαν και μαφιόζο. Είμαι σίγουρη ότι με όλους αυτούς ο Θέμος θα κάνει υπέροχη παρέα και θα κοροϊδεύουν εμάς τους μικρούς εδώ κάτω - ενίοτε μικρόψυχους, ατάλαντους μπροστά στο δικό του ταλέντο και εντελώς αδαείς. Θέμο, δεν έφυγες, είσαι εδώ, σε βλέπω να τριγυρνάς και για σένα θα συνεχίσουμε και θα πολεμήσουμε μέχρι τέλος - το ξέρεις.