Προφυλακιστέος κρίθηκε, μετά το πέρας της απολογίας του, με ομόφωνη απόφαση ανακριτή και εισαγγελέα ο καθ΄ ομολογίαν 39χρονος συζυγοκτόνος της Δάφνης, αφού προηγούμενα άλλαξε υπερασπιστική γραμμή.
Το πρωί ο συζυγοκτόνος, αλβανικής καταγωγής, προσήχθη στον 12ο τακτικό ανακριτή προκειμένου να απολογηθεί για την αποτρόπαια δολοφονία της 31χρονης γυναίκας του.
Κατά την προσαγωγή του στον ανακριτή τον λίντσαραν 10 περίπου συγγενείς της άτυχης Ανίσα, οι οποίοι εκσφενδόνισαν μπουκάλια νερού και ποτήρια με καφέ. Μάλιστα, δύο από τους συγγενείς επιχείρησαν να τον χτυπήσουν στο πρόσωπο με μπουνιά, όμως απέτρεψαν το γεγονός οι αστυνομικοί που τον συνόδευαν. Την ώρα της προσαγωγής στον ανακριτή, κάποιος συγγενής φώναξε: «Σε είχαμε μέσα στο σπίτι και σε ταΐζαμε και μας σκότωσες το κορίτσι».
Παράλληλα, οι συγγενείς επιχείρησαν να μπουν μέσα στο κτίριο όπου βρίσκεται το γραφείο του ανακριτή αλλά πι αστυνομικοί τους εμπόδισαν.
Το μεσημέρι οι αστυνομικοί έβγαλαν τον κατηγορούμενο από τα κρατητήρια του κτιρίου 9 στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, προκειμένου ν’ αποφύγουν τους οργισμένους συγγενείς της άτυχης γυναίκας.
Σε βάρος του 39χρονου άνδρα ο εισαγγελέας έχει ασκήσει ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για παράνομη οπλοφορία – οπλοχρησία σε βάρος της συζύγου του. Πάντως, ο δράστης έχει ομολογήσει ότι την σκότωσε επειδή την ζήλευε.
Σύμφωνα με πληροφορίες ο κατηγορούμενος κατά την απολογία του στον ανακριτή άλλαξε γραμμή σε σχέση με όσα είπε στην προανακριτική του κατάθεση στους αστυνομικούς.
Σήμερα, υποστήριξε ότι η σύζυγός του δεν κοιμόταν όταν της επιτέθηκε με το μαχαίρι. Επίσης ισχυρίστηκε ότι υπάρχει πειστήριο που δείχνει ότι το θύμα είχε εξωσυζυγική σχέση.
Τουλάχιστον ανατριχιαστική είναι η περιγραφή του συζυγοκτόνου, στην Αστυνομία με τον τρόπο που δολοφόνησε την άτυχη Ανίσα.
Όλα όσα κατέθεσε ο 39χρονος συζυγοκτόνος
«Όταν πήρα το μαχαίρι με το δεξί χέρι μπήκα στο δωμάτιο της, εκείνη κοιμόταν ανάσκελα και απευθείας όρμηξα πάνω της, ξάπλωσα πάνω της και την κάρφωσα με την μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Εκείνη τότε ξύπνησε άρχισε να φωνάζει “πεθαίνω” και με το αριστερό χέρι της έκλεισα το στόμα. Έτσι αριστερά από το κεφάλι της και με τα δυο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Μετά από περίπου ένα λεπτό εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει» και προσέθεσε:
«Σηκώθηκα πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσα μία κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου. Πήρα το μηχάνημα καταγραφής και πήγα στο σπίτι της αδερφής μου. Δεν της είπα τι είχα κάνει, αλλά της ζήτησα να ακούσει τις συνομιλίες. Επειδή είχε πρόβλημα το laptop, άφησα το μηχάνημα εκεί, της είπα να ακούσει τις συνομιλίες και της είπα ψέματα ότι πάω στη δουλειά ενώ εγώ έφυγα με τα πόδια και πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα της Δάφνης όπου τους αποκάλυψα τι είχε κάνει».