Χθες βράδυ, Κυριακής 3 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα της νέας σειράς του Mega, “17 Κλωστές“, συγκλονίζοντας το ελληνικό τηλεοπτικό κοινό (δείτε εδώ τα ποσοστά τηλεθέασης).
Πρόκειται για την ιστορία του πρώτου Έλληνα “serial killer”, ο οποίος είχε προκαλέσει σοκ σε όλο το Πανελλήνιο στις αρχές του 1900, σφαγιάζοντας 15 συγχωριανούς του καθώς και έναν συγκρατούμενό του στα Κύθηρα.
Η συγκεκριμένη σειρά βασίζεται σε μια ανατριχιαστική, αληθινή ιστορία, που είχε προκαλέσει ρίγη τρόμου σε ολόκληρη την τοπική κοινότητα και σίγουρα θα μας καθηλώσει και πάλι, πάνω από έναν αιώνα αργότερα.
Δείτε το trailer της σειράς:
Δείτε επίσης: 17 Κλωστές – H πρεμιέρα κέρδισε το κοινό και το X: «Έτσι πρέπει να γίνονται οι σειρές»
17 Κλωστές: Η αληθινή ιστορία του δολοφόνου των Κυθήρων
Ο πρωταγωνιστής της ανατριχιαστικής αυτής ιστορίας ήταν τσαγκάρης, αγαπητός στους κατοίκους του νησιού και φημισμένος για τα χειροποίητα στιβάνια του. Ζούσε στα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων, και, εκτός από μάστορας, ήταν και οργανοπαίχτης. Η κοινωνική του ζωή ήταν πλούσια, και συχνά τον καλούσαν πρώτον σε γιορτές και πανηγύρια.
Όλα άλλαξαν τη μέρα που μια γυναίκα από γειτονικό χωριό πήγε στο τσαγκαράδικό του για να παραλάβει τα στιβάνια που είχε παραγγείλει, αρνούμενη όμως να τα πληρώσει. Μετά από λογομαχία, συμφώνησαν να την ακολουθήσει στο σπίτι της, όπου υποσχέθηκε ότι θα τον εξοφλούσε. Ωστόσο, αυτό που τον περίμενε δεν ήταν το τέλος μιας συναλλαγής αλλά μια δυσάρεστη έκπληξη.
Καθώς η γυναίκα τον καλωσόριζε με το καθιερωμένο «κέρασμα του μουσαφίρη», ο σύζυγός της εμφανίστηκε ξαφνικά και, οργισμένος, τον ξυλοκόπησε και τον έδιωξε. Αμέσως άρχισαν να κυκλοφορούν κακοπροαίρετες φήμες για τον τσαγκάρη, και οι υποψίες ότι το περιστατικό είχε σκηνοθετηθεί πλήγωσαν σοβαρά την υπόληψή του. Χάνοντας τους πελάτες και τη φήμη του, αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα.
Στον Πειραιά βρήκε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο, ιδιοκτησία ενός συμπατριώτη του από τα Κύθηρα. Το ταλέντο του στη δουλειά του κέρδισε γρήγορα τη φήμη ενός δεξιοτέχνη μάστορα, γεγονός που φαίνεται να προκάλεσε τη ζήλια των συναδέλφων του. Εν αγνοία του, εκείνοι τοποθέτησαν εργαλεία του μαγαζιού στο σακίδιό του, τα οποία βρέθηκαν από το αφεντικό. Παρά την αρχική του υποστήριξη, η σύζυγος του αφεντικού επέμεινε να του ασκηθεί δίωξη, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο το περιστατικό του νησιού.
Έτσι, ο Α.Λ. κατηγορήθηκε για κλοπή, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Μετά από μια σύντομη ποινή, αποφυλακίστηκε, αλλά σύντομα βρέθηκε ξανά χωρίς εργασία, καθώς απολύθηκε για αδιευκρίνιστους λόγους.
Το στυγερό έγκλημα και η αποκάλυψη από τον παπά του χωριού
Αντιμέτωπος για τρίτη συνεχόμενη φορά με την ανεργία, ο Α.Λ. αποφάσισε να εκδικηθεί και έβαλε πλώρη για τα Κύθηρα. Στις 23 Αυγούστου 1909, έφτασε στη γενέτειρά του και, οπλισμένος με μαχαίρι, κατευθύνθηκε προς τα Πιτσινιάνικα. Υπό την επήρεια ναρκωτικών, φέρεται ότι έχασε τον προορισμό του και κατέληξε στο χωριό Καλοκαιρινές.
Την ίδια μέρα, είχε προγραμματιστεί βάπτιση στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα, στο χωριό. Ο Α.Λ. ανέβηκε στο καμπαναριό, χτύπησε τις καμπάνες και οι κάτοικοι ξεκίνησαν για το μυστήριο.
Ο δράστης έστησε καρτέρι σε ένα στενό και άρχισε να μαχαιρώνει όποιον περνούσε. Κάποιοι από τους κατοίκους νόμιζαν πως πρόκειται για επιδρομή πειρατών, καθώς το νησί είχε δοκιμαστεί από επιθέσεις στο παρελθόν, με τις διηγήσεις να παραμένουν ζωντανές.
Ο ιερέας του χωριού ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι ο δολοφόνος δεν ήταν κάποιος τυχαίος πειρατής. Οπλισμένος με το τουφέκι του, σημάδεψε και τον πυροβόλησε στην πλάτη, αν και το χτύπημα δεν στάθηκε μοιραίο. Ο δράστης τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας πίσω του τους κατοίκους να μετρούν τα θύματα του αιματηρού του ξεσπάσματος.
Οι μαρτυρίες των κατοίκων αποκάλυψαν ότι ο αριθμός των θυμάτων του έφτανε τα 15, ανάμεσα τους και μια έγκυος γυναίκα με τα δύο παιδιά της. Μέσα στον τρόμο που είχε επικρατήσει, κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ταυτότητα του δράστη με σιγουριά.
Το επόμενο πρωί, γειτόνισσα του τσαγκάρη τον εντόπισε αιμόφυρτο στην ταράτσα του σπιτιού του και ειδοποίησε την αστυνομία. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχε συλληφθεί.
Μεταφέρθηκε στο Ναύπλιο, όπου διεξήχθη η δίκη του. Αν και όλα έδειχναν πως δεν θα γλιτώσει την θανατική ποινή, τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η απόφαση αυτή λέγεται ότι λήφθηκε με σκοπό να αναλάβει καθήκοντα δήμιου, μια ποινή που εφαρμοζόταν σε δολοφόνους με πολλαπλά θύματα.
Η νέα δολοφονία μέσα στη φυλακή και το τραγικό τέλος του “Καπετάν Δεκάξι”
Στις φυλακές του Ναυπλίου, ο Α.Λ. βρέθηκε να συμβιώνει με Μανιάτες συγκρατούμενους. Όπως συνέβαινε σε πολλά σωφρονιστικά ιδρύματα, κυριαρχούσε ένας άγραφος νόμος: η υπεροχή ανήκε σε εκείνον με το βαρύτερο ποινικό μητρώο.
Με 15 νεκρούς στο ενεργητικό του, ο Α.Λ. είχε ήδη κερδίσει τον σεβασμό τους. Μετά από άλλη μια δολοφονία που διέπραξε εντός της φυλακής, απέκτησε το ψευδώνυμο «Καπετάν Δεκάξι». Η νέα του ισχύς, όμως, δεν άρεσε στους Μανιάτες, ειδικά μετά τη δολοφονία ενός συμπατριώτη τους. Έτσι, έβαλαν στόχο να τον εξουδετερώσουν, καταστρώνοντας σχέδιο με τον κουρέα των φυλακών. Κατά την καθιερωμένη του επίσκεψη, τον σκότωσε με ξυράφι, βάζοντας τραγικό τέλος στη ζωή του αιμοσταγή τσαγκάρη.
Η ιστορία του διασώθηκε μέσα από την τοπική λαϊκή παράδοση, αφήνοντας τους παρακάτω στίχους:
Πάνω στις Καλοκαιρινές τη μέγα πολιτεία ο Λ. έκαμε μέγα ματοχυσία!
Πάνω στις Καλοκαιρινές αγνάντια στον Πονέντε ο Λ. έσφαξε άτομα δεκαπέντε.