Στην τελευταία της κατοικία οδήγησαν φίλοι, συγγενείς και συνεργάτες την Μάγια Λυμπεροπούλου, η οποία έφυγε από την ζωή σε ηλικία 81 ετών. Η σπουδαία ηθοποιός υπέστη έμφραγμα το απόγευμα της Πέμπτης και άφησε λίγο αργότερα την τελευταία της πνοή, βυθίζοντας σε πένθος τον καλλιτεχνικό χώρο.

Η κηδεία της πραγματοποήθηκε το πρωί της Δευτέρας στο Α’ Νεκροταφείο και ανάμεσα στους παρόντες ήταν και οι ηθοποιοί: Η Κάτια Δανδουλάκη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Λεωνίδας Κακούρης, ο Κώστας Αρζόγλου, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, η Νίκη Παλληκαράκη, ο Γιάννης Νταλιάνης, η Αλεξάνδρα Παντελάκη και πολλοί άλλοι.

Φωτογραφίες από την κηδεία της Μάγιας Λυμπεροπούλου

Ποια ήταν η σπουδαία ηθοποιός, Μάγια Λυμπεροπούλου

Η Μάγια Λυμπεροπούλου γεννήθηκε το 1940 στην Αθήνα και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα σπούδασε υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Μετά την αποφοίτησή της παρέμεινε στο πλευρό του Κουν ως καλλιτεχνική συνεργάτιδά του μέχρι το 1970. Από το 1971 και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα διέμεινε στην Γαλλία, όπου σπούδασε κινηματογράφο και εργάστηκε ως ηθοποιός.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνέχισε την καλλιτεχνική της πορεία συνεργαζόμενη με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας κ.α ενώ είχε διατελέσει και καλλιτεχνική διευθύντρια του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας και άλλους θιάσους αναλαμβάνοντας μεγάλους και απαιτητικόύς θεατρικούς ρόλους τους οποίους ενσάρκωσε με συγκλονιστικό τρόπο.

Είχε συμμετάσχει μεταξύ άλλων στις παραστάσεις «Ο θείος Βάνιας», «Οι δούλες», «Ιλιάδα», «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πάθος», «Φάουστ», «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» κ.α.

H Mάγια Λυμπεροπούλου, στη διδασκαλία, συχνά και στις συνεντεύξεις, έδειχνε μια αυστηρότητα, είχε λόγο γραμμικό και σαφή, που δεν χωρούσε την παραμικρή παρερμηνεία ή έστω δεύτερη ερμηνεία από αυτό που σου έλεγε, κοιτώντας σε πάντα στα μάτια. Και ας ήταν ένα πλάσμα ιδιοφυές, που αγαπούσε βαθιά τη ζωή και τους ανθρώπους και είχε μοναδικό, βαθύ χιούμορ. Στα όρια του φλεγματικού. Πάντα έπαιζε για τον έναν και ιδανικό θεατή στο κοινό -που, και να μην υπήρχε, τον εφηύρε, για μια βραδιά.

Δεν την ένοιαζε να ακούσει φεύγοντας από το θέατρο «πόσο σπουδαία ήταν η Μάγια Λυμπεροπούλου», προτιμούσε να ακούσει πόσο σπουδαία ήταν η ηθοποιός που έπαιξε τον τάδε ρόλο. Την ενδιέφερε αυτή η απόλυτη ταύτιση, το επώνυμό της δεν ήταν το ζητούμενο εδώ. Για αυτό έχει πει ότι για αυτήν το Οσκαρ που θέλει είναι να έχει μείνει στη μνήμη έστω ενός ανθρώπου για έναν ρόλο της. Ξαφνικά, χιλιάδες νοητά Οσκαρ τη δαφνοστεφανώνουν.

Μετά την πρώτη εμφάνιση στο σανίδι, δούλεψε αδιάκοπα για 12 ολόκληρα χρόνια. Ερμήνευσε 40 εμβληματικούς ρόλους. Και ξαφνικά αποφάσισε να σταματήσει. Να αποσυρθεί. Πήγε να ζήσει στο Παρίσι, όπου εργαζόταν στην Ολυμπιακή, στις πωλήσεις εισιτηρίων, και κάθε βράδυ έβλεπε συγκλονιστικό θέατρο. Μια απόφαση για την οποία ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε. Ελεγε ότι ξαφνικά, στα 30 της χρόνια, ένιωσε σαν να είναι μέσα σε ένα τρένο που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, περνάει από συγκλονιστικά τοπία, αλλά η ίδια δεν προλαβαίνει να τα δει.

Εξι χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα για να διδάξει στο Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο, κατόπιν πρόσκλησης του Λεωνίδα Τριβιζά. Από την πρώτη στιγμή, από τα πρώτα μαθήματα το ένιωσε: πρέπει να επιστρέψει στη σκηνή. Οχι μόνον ως ηθοποιός, αλλά και ως σκηνοθέτης, με το διπολικό σύνδρομο να την καταδιώκει: όταν έπαιζε, αναρωτιόταν γιατί το κάνει, τα πρώτα λεπτά -η ταραχή δεν έφευγε ποτέ, όπως τότε που στα παρασκήνια, στην κουίντα, περίμενε να έρθει η ώρα της να βγει και ο Κουν την κρατούσε από τους ώμους για να τη γειώσει, να τη βάλει στη συνθήκη του σανιδιού. Και όταν σκηνοθετούσε, κοιτούσε πίσω από την κουίντα και αναρωτιόταν γιατί δεν παίζει και αυτή στη σκηνή.