Με ξύλινα στοιχεία και inox επιφάνειες - Η πιο boho κουζίνα είναι του Βασίλη Καλλίδη

Φωτογραφίες από το εσωτερικό της

Ελένη Μήτση
Youweekly Editor
Με ξύλινα στοιχεία και inox επιφάνειες - Η πιο boho κουζίνα είναι του Βασίλη Καλλίδη

Ο Βασίλης Καλλίδης έχει μαγέψει τη μισή Ελλάδα και παραπάνω με τις αξεπέραστες εκπομπές μαγειρικής αλλά έχει φροντίσει και να ταξιδέψει κατά καιρούς το κοινό του σε μοναδικά μέρη, με σκοπό να κάνει γνωστές νέες ιδέες και συνταγές.

Χωρίς αμφιβολία η μαγειρική δεν είναι επάγγελμα αλλά μια σχέση ζωής για αυτόν, στην οποία έχει αφιερωθεί και δεν ξέρουμε αν θα είχε νόημα να δεχτεί τις προτάσεις για τα reality, που του γίνονται.

Όσοι έχουν απορία για το σπίτι του Καλλίδη και ειδικά για την προσωπική του κουζίνα, μια ματιά στο υλικό που ποστάρει στο Instagram, θα τους λύσει κάθε σχετική σκέψη. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή, πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, στην οποία επικρατούν γήινα χρώματα αλλά και το ξύλο σε πολλές μορφές του.

H εντυπωσιακή κουζίνα του Βασίλη Καλλίδη

Λίγα για την ζωή του Καλλίδη - Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα

«Σχολείο πήγα στο Πέτρινο, μέσα σ' ένα πευκοδάσος. Ήμουν πάρα πολύ καλός μαθητής, του 19, απλώς ήθελα να γίνω μάγειρας. Οι γονείς μου ταξίδευαν και μαγείρευαν πολύ. Πάντα άκουγα για ταξίδια, σεφ, τρένα και γεύσεις. Έτσι, από μικρός μου είχε κολλήσει να γυρίσω όλο τον κόσμο.

Ξεκίνησα να μαγειρεύω πολύ νωρίς. Οι φίλοι μου θεωρούσαν ότι είμαι παράξενος. Κάτι σαν να ήθελα να γίνω αστροναύτης. Όταν άρχισαν να μεστώνουν τα μυαλά μας στο λύκειο, κατάλαβαν ότι σοβαρολογούσα, γιατί, ενώ ήμουν άριστος μαθητής, δεν διάβαζα και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μάθω ψήνω γλώσσες και ξένες γλώσσες.

Πέρασα σε μια σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων και σπούδασα μάγειρας. Κάποια στιγμή πίστεψα πως οι συνάδελφοι είναι κάτι χοντροί και αγράμματοι και πως εγώ δεν θα γίνω τέτοιος. Πέρασα μια πενταετία που μου βγήκε μια άρνηση με το επάγγελμα και άρχισα να ταξιδεύω σαν τρελός. Αυτό ήταν που με έκανε να επιστρέψω τελικά στη μαγειρική. Κατάλαβα τότε ότι το φαγητό είναι το παν.

Bασίλης Καλλίδης

Τα μαγαζιά που τελικά επιβιώνουν είναι τα ειλικρινή. Είτε είναι πατσατζίδικο εκατό χρόνων μέσα στη Βαρβάκειο είτε ένα πανάκριβο γαλλικό εστιατόριο είτε μια ταβέρνα στα Καλύβια. Η δική μου αλήθεια είναι πως όταν δεν είμαι καλά, δεν μαγειρεύω, και όταν έχω τα κέφια μου, ψάχνω να βρω την καλύτερη πρώτη ύλη. Μπορώ άνετα να πάω στον Βόλο να πάρω λουκάνικο για σπετζοφάι.
Στην Αθήνα κατέβηκα τη στιγμή που ένιωσα να πνίγομαι στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε πολύ η ιστορία της. Ένιωθα ότι υπάρχει ένα μεγαλείο σε αυτή την πόλη. Ακόμα και τώρα, που την έχω απομυθοποιήσει τελείως, που σιχαίνομαι τα περιστέρια και τις νεραντζιές, τη θεωρώ μεγαλειώδη.

Δεν είχα μέντορα ποτέ. Πάντα πίστευα ότι τα ξέρω όλα. Μέχρι που το 2000 γνώρισα την Ελένη Ψυχούλη. Πριν από αυτό, νόμιζα ότι μπορώ να φτιάξω παστίτσιο, σούσι, μοριακή γαστρονομία, γαλλική κουζίνα, σουηδικές σπεσιαλιτέ και τα πάντα. Ήμουν τρομακτικά πλουραλιστής. Ωραία η γεύση, ωραίο το φαγητό, αλλά πολύ. Η Ελένη μού έμαθε την οικονομία και να στέκομαι στα πόδια μου.»