Μάνος Βακούσης: «Τελείωσα νυχτερινό Γυμνάσιο γιατί με αγάπησαν οι δάσκαλοι, δούλευα σε νεκροτομείο και έπλενα σώματα»

Η εξομολόγηση για τη ζωή του πριν γίνει ηθοποιός

Γιώργος Κακογιάννης
Youweekly Editor
Μάνος Βακούσης: «Τελείωσα νυχτερινό Γυμνάσιο γιατί με αγάπησαν οι δάσκαλοι, δούλευα σε νεκροτομείο και έπλενα σώματα»

Καλεσμένος στο Στούντιο 4 της ΕΡΤ βρέθηκε ο Μάνος Βακούσης. Μεταξύ άλλων ο μεγάλος ηθοποιός που ξεχώρισε τα τελευταία χρόνια μέσα από τη συνεργασία του με τον Σωτήρη Τσαφούλια στη σειρά «Έτερος Εγώ» μίλησε για τα παιδικά του χρόνια και τις δουλειές που έκανε πριν από την υποκριτική.

«Ήμουν κάκιστος μαθητής, στο Δημοτικό ήμουν του 5, με το ζόρι να περάσω την τάξη, γιατί είχα το μυαλό μου στις βόλτες. Στο Γυμνάσιο απλά περνούσα τις τάξεις και πήγαινα σε νυχτερινό παράλληλα με τη δραματική σχολή. Τελείωσα το νυχτερινό Γυμνάσιο γιατί με αγάπησαν οι δάσκαλοι», είπε αρχικά ο Μάνος Βακούσης.

Και συμπλήρωσε σε διαφορετικό σημείο της συνέντευξης: «Σαν μαθητής ήμουν μπούφος, αλλά από τη στιγμή που κατάλαβα ότι για να γίνω ηθοποιός έπρεπε να περιπλανηθώ σε εικόνες, άρχιζα να διαβάζω λογοτεχνία και ποίηση μόνος μου. Η αδερφή μου με επηρέασε πολύ, γιατί μου είχε πάρει δώρο τα “Ανεμοδαρμένα ύψη”, με τρέλανε όταν το διάβασα».

Δείτε επίσης: Μάνος Βακούσης: «Στα 10 μου, πήγαν να με κακοποιήσουν σεξουαλικά ο ξάδερφος μου και ακόμη δυο»

«Δεν έφυγα από το σπίτι, γιατί είχα έρωτα με τη μάνα μου», δήλωσε ο Μάνος Βακούσης

Αμέσως μετά ο Μάνος Βακούσης μίλησε για τα πρώτα του βήματα και για την εποχή που αυτονομήθηκε: «Ως ταλέντο πέρασα στον Πειραϊκό Σύνδεσμο, με επιτροπή τον Ζερβό και τον Κατράκη. Δεν μπορούσα να πάρω την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, αν δεν τελείωνα το σχολείο. Οι γονείς μου δεν γνώριζαν τίποτα, απλά τους είπα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Στα 16 μου αυτονομήθηκα, δούλευα και σπούδασα μόνος μου στον Πειραιά. Από το σπίτι δεν έφυγα, γιατί είχα μεγάλο έρωτα με τη μάνα μου».

Όσον αφορά την εποχή που δούλευε βοηθός σε νεκροτομείο, ο Μάνος Βακούσης δήλωσε: «Έμαθα ότι έχει πολύ καλά λεφτά σε νεκροτομείο. Ήμουν πιτσιρικάς, 16-17 χρονών, και δεν φοβόμουν. Μην ξεχνάμε ότι στη Σαντορίνη δεν θάβουν τους νεκρούς, τους έχουν στο σπίτι και γλεντάνε, γελάνε. Είναι παράξενο έθιμο, δεν ξέρω αν το κάνουν ακόμα. Δεν υπήρχε ιατροδικαστής, μία γιαγιά σηκώθηκε κιόλας, που νόμιζαν ότι είχαν πεθάνει. Δεν φοβόμουν τον θάνατο, πήγα να δουλέψω βοηθός βοηθού, να πλένω τα σώματα και αυτό με βοήθησε. Το έκανα για δύο χρόνια».