Η Μαριώ, η τελευταία εκπρόσωπος του ρεμπέτικου τραγουδιού, παραχώρησε συνέντευξη στην εκπομπή «Ακόμα δεν είδες τίποτα» και τον δημοσιογράφο Γιάννη Μαυρίδη. Μεταξύ άλλων μίλησε για το ξεκίνημα της, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, όταν κάποτε οι μαγαζάτορες και οι πελάτες άρχισαν να ζητούν άλλα πράγματα από εκείνη.

«Από το 1963-1964 έφυγα από τον μπαμπά μου, ήθελα να δουλεύω μόνη μου. Τότε άρχισα να τραγουδάω τα ρεμπέτικα. Ο Μεταξάς το είχε απαγορεύσει και η γυναίκα δεν είχε δικαίωση ως ερμηνεύτρια, θεωρούταν τότε “ελαφρών ηθών”. Εκείνα τα χρόνια έλεγαν ότι είναι ένα ευτελές επάγγελμα και ανδροκρατούμενο, ότι “κάτι έκανες με κάποιον για να είσαι μαζί τους και να τραγουδάς”», δήλωσε αρχικά η Μαριώ.

«Ήταν βρόμικο επάγγελμα το τραγούδι και το έχω ζήσει εμπράκτως. Το 1964 με βλέπανε και έλεγαν “περνάει η ντιζέζ”. Μια φορά μου είπαν να πάω σε μία παρέα και την ίδια στιγμή που ένας πήγε να μου απλώσει χέρι κάτω απ’ το τραπέζι, αρχίζω να τον τρυπάω με καρφίτσα στα πόδια. Πήρα τα ρούχα μου και γύρισα σπίτια μου. Η μητέρα μου είπε στο αφεντικό, “Η κόρη μου δεν θέλει ζοριλίκια, δεν είναι για να την πηγαίνετε στα τραπέζια”», πρόσθεσε εν συνεχεία η Μαριώ.

Η συμβουλή που έδωσε στη Μαριώ ο πατέρας της

«Δεν καταλάβαινα κανέναν, ο μπαμπάς μου μου έλεγε “να κρατάς την αξιοπρέπεια, την υπόληψή σου και ποτέ να μην παίρνεις τα λεφτά των μουσικών”. Έβγαλα πολλά λεφτά αλλά δεν κράτησα τίποτα, γιατί δεν γουστάρησα. Αφού αύριο, μεθαύριο θα πεθάνω. Ο Άγιος Παΐσιος είναι θείος μου, πρώτος ξάδερφος με τη μαμά μου. Ο κόσμος θέλω να με θυμάται απλά, όπως παίρνω αγάπη, αξιοπρέπεια και σεβασμό. Τους ευχαριστώ πολύ και αγαπάω τα νέα παιδιά που έρχονται να με ακούν», είπε κλείνοντας στην εκπομπή του Mega η Μαριώ.