Ο σύζυγος και πατέρας της κόρης της Εύας Καϊλή , Φραντσέσκο Τζιόρτζι, έδωσε την πρώτη του συνέντευξη σε ξένο μέσο ενημέρωσης. 2 χρόνια μετά το σκάνδαλο που ενεπλάκη και συνελήφθη η πρώην ευρωβουλευτής.
Οι δηλώσεις του Φαρντσέσκο Τζιόρτζι για το σκάνδαλο
«Σήμερα, η ζωή μου έχει αλλάξει πολύ. Αφιερώνω περισσότερο χρόνο σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία, την κόρη μου, την οικογένεια μου και την εσωτερική μου ισορροπία. Είμαι αποφασισμένος να επικρατήσει η αλήθεια. Τα σημάδια αυτής της δοκιμασίας που πέρασα έχουν μετατραπεί σε δύναμη, αντοχή και ομορφιά. Ετοιμάζω ένα βιβλίο για αυτό το θέμα. Αυτή η εμπειρία ήταν μια από τις πιο δύσκολες δοκιμασίες της ζωής μου. Ανακάλυψα ξανά τη σημασία της οικογένειας και των φίλων, που σε στηρίζουν στις πιο σκοτεινές σου στιγμές. Η οικογένεια μου ήταν ο πυλώνας μου: οι γονείς μου, ο αδερφός μου και η Εύα που έχει δείξει απίστευτη δύναμη.
Η πίστη μου με στήριξε και στις πιο δύσκολες στιγμές. Πίστευαν, σε εμένα όταν όλος ο κόσμος αμφέβαλε. Κοιτάζοντας πίσω, αναγνωρίζω ότι είχα υπερβολική εμπιστοσύνη στον άνθρωπο που ήταν μέντοράς μου, αλλά πάντα ενεργούσα με καλή πίστη. Ενέργησα καλόπιστα βοηθώντας τον… Οποιαδήποτε χρήματα σχετίζονται με εμένα προέρχονται αποκλειστικά από τον μισθό μου και τον προσωπικό μου τραπεζικό λογαριασμό, κάτι που είναι πλήρως αποδεδειγμένο», λέει στην συνέντευξη του ο Φραντσέσκο Τζιόρτζι.
Να σημειώσουμε πως το τελευταίο διάστημα είχαν ακουστεί φήμες περί διαζυγίου ανάμεσα σε Καϊλή και Τζιόρτζι, με τον δικηγόρο Μιχάλη Δημητρακόπουλο να απαντάει δημόσια.
Τι συνέβη με την Εύα Καίλή και τον σύζυγό της
Στις 9 Δεκεμβρίου 2022 έγινε γνωστό ότι η Καϊλή συνελήφθη επ’ αυτοφώρω από την βελγική Ομοσπονδιακή Αστυνομία κατόπιν έρευνας, ως ύποπτη για διαφθορά και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η έρευνα συνδέεται με προσπάθειες άσκησης πίεσης υπέρ του Κατάρ. Λόγω ασυλίας, η σύλληψη της Καϊλή δεν περιλαμβανόταν στο αρχικό σχέδιο των βελγικών αρχών. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης της 9ης Δεκεμβρίου συνελήφθη ο πατέρας της, Αλέξανδρος, έξω από ξενοδοχείο των Βρυξελλών στο οποίο διέμενε, με μία τσάντα με μετρητά. Η Καϊλή ισχυρίζεται ότι τα μετρητά ανήκουν στον Αντόνιο Πάντσερι και ότι τα είχε δώσει στον πατέρα της μόλις έμαθε για την ύπαρξή τους, ώστε εκείνος να τα δώσει στον Παντσέρι.
Η σύλληψη του πατέρα της οδήγησε τον προϊστάμενο ανακριτή Μισέλ Κλεζ να θεωρήσει ότι υπάρχει διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος. Μια ειδική αστυνομική ομάδα, συνοδευόμενη από τον Κλεζ, στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το σπίτι της Καϊλή και τη συνέλαβε. Η Καϊλή δεν αντιστάθηκε, αλλά, σύμφωνα με τους δικηγόρους της, ήταν σε κατάσταση ταραχής και σύγχυσης, ενώ ανακρίθηκε για περισσότερες από πέντε ώρες. Δικαστής των Βρυξελλών διέταξε την κράτηση τεσσάρων από τα έξι άτομα που είχαν προσαχθεί μετά την επιχείρηση της αστυνομίας.
Στους συλληφθέντες απαγγέλθηκαν κατηγορίες για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ξέπλυμα χρήματος και διαφθορά. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβανόταν και η Καϊλή και διατάχθηκε η κράτησή της σε φυλακή μέχρι την απολογία της. Παράλληλα, στην Αθήνα, η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προχώρησε στη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων της ίδιας και του συντρόφου της στην Ελλάδα, αλλά και μελών της οικογένειάς της.

Οι δικηγόροι της Καϊλή διαμαρτυρήθηκαν για τις ενέργειες των βελγικών αρχών ως υπέρβαση της δικαστικής εξουσίας, ισχυριζόμενοι ότι οι αρχικές ανακρίσεις της Καϊλή ήταν προβληματικές γιατί η Καϊλή βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, ότι δεν της παρασχέθηκε αξιόπιστος διερμηνέας στη γαλλική γλώσσα και ότι μόνο μετά από μια εβδομάδα μπόρεσε να καταθέσει «σε αρκετά καλή ψυχολογική κατάσταση ώστε να έχει πλήρη επίγνωση του τι έλεγε» με αξιόπιστο διερμηνέα. Η Καϊλή, μετά τη σύλληψη και την απόφαση για προσωρινή κράτηση, βρισκόταν έγκλειστη στις φυλακές του Χάρεν, έξω από τις Βρυξέλλες, έως την αποφυλάκισή της τον Απρίλιο του 2023. Από την ημέρα της προσωρινής κράτησής της, παρακολουθούνταν από ψυχολόγους της φυλακής, με πρωτοβουλία της διοίκησης των φυλακών. Οι δικηγόροι της Καϊλή υποστηρίζουν ότι οι βελγικές αρχές φέρουν την ευθύνη για οποιαδήποτε ψυχολογική βλάβη προκληθεί στην Καϊλή.
Την ίδια μέρα της σύλληψής της διαγράφηκε από την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, με την οποία συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και από το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής. Κατά τις εφόδους σε σπίτια των υπόπτων, η αστυνομία βρήκε περισσότερα από 1.500.000 ευρώ σε μετρητά. Βελγικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι και στο σπίτι της βρέθηκαν σακούλες με μετρητά, χωρίς ωστόσο να έχει γίνει γνωστό το ακριβές ποσό. Η Καϊλή είχε και παλαιότερα επαινέσει το Κατάρ για την πρόοδο στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα παρά τις επικρίσεις, γεγονός που συσχετίζεται με την υπόθεση, καθώς η έρευνα των αρχών εστιάζει σε χρηματισμό που προέρχεται από το Κατάρ. Μετά τη σύλληψή της, παραπέμφθηκε στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ «καθώς απέκρυψε την αλήθεια για τις χιλιάδες θανάτους εργατών κατά τα έργα ανέγερσης γηπέδων για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 2022».
Σε ακρόαση στις 19 Ιανουαρίου 2023 αιτήθηκε την αποφυλάκισή της με περιοριστικούς όρους. Μέσω των δικηγόρων της υποστήριξε ότι υπέστη βασανιστήρια και εξευτελισμούς κατά την κράτησή της. Οι βελγικές αρχές αρνήθηκαν το αίτημα και αποφάσισαν την παράταση της προσωρινής κράτησης.
Από τους δικηγόρους της Καϊλή έγινε γνωστό ότι της είχε προταθεί από τους Βέλγους ανακριτές να αφεθεί ελεύθερη, με αντάλλαγμα να δηλώσει ένοχη για τις κατηγορίες και να συνεργαστεί με τις αρχές: η Καϊλή αρνήθηκε να δηλώσει ένοχη, υποστηρίζοντας ότι είναι αθώα και είχε πλήρη άγνοια των εγκληματικών ενεργειών που διέπραξαν οι συγκατηγορούμενοί της, μεταξύ των οποίων και ο σύντροφός της. Σε νέα ακρόαση στις 16 Φεβρουαρίου, ζήτησε την αποφυλάκισή της με όρους, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε και παρατάθηκε η προσωρινή κράτηση.
Η Καϊλή αφέθηκε ελεύθερη, με καθεστώς ηλεκτρονικής επιτήρησης των κινήσεών της, στις 12 Απριλίου. Για την αποφυλάκισή της έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι στις δεσμίδες των χρημάτων που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης, δεν εντοπίστηκαν δικά της δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά του Παντσέρι και του Τζόρτζι. Το μέτρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης έπαψε στις 25 Μαΐου, καθώς ικανοποιήθηκε το σχετικό αίτημα των δικηγόρων της Καϊλή.