Πότε το παιδί μου πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του; Όσα πρέπει να γνωρίζει μια μαμά!

Σας αφορά!

Πότε το παιδί μου πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του; Όσα πρέπει να γνωρίζει μια μαμά!

Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ηλικία; Πότε το παιδί μου πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του; Όσα πρέπει να γνωρίζει μια μαμά!

Τα περισσότερα παιδιά αρχίζουν να ντύνονται μόνα τους μεταξύ των τριών και πέντε ετών. Στα πέντε ή έξι, θα είναι σε θέση να κάνουν ακόμα περισσότερα πράγματα από μόνοι τους.
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι όλα τα παιδιά μαθαίνουν με τον δικό τους ρυθμό, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπίσουν μόνοι τους. Συνιστάται στους γονείς να τους ενθαρρύνουν, ειδικά όταν παρατηρούν ότι τα παιδιά τους δείχνουν ότι θέλουν να το κάνουν μόνοι τους.

Στις πρώτες μέρες, θα χρειαστούν βοήθεια, αλλά θα απαιτούν σταδιακά λιγότερο και λιγότερο. Η πρακτική τους βοηθά να κυριαρχήσουν την ικανότητα, αλλά θα πρέπει να αποφύγετε να τα κριτικάρετε, ώστε να μην απογοητευτούν αν δεν βγει σωστά. Πρέπει να λέτε συγχαρητήρια κάθε φορά που το κάνουν σωστά. Αυτός είναι ένας καλός τρόπος για να τους παρακινήσετε να συνεχίσουν να μαθαίνουν.

Ανεξάρτητα από το πόσο καιρό χρειάζονται για να μάθουν, μόλις το καταφέρουν τελικά, θα αποκτήσουν μια αίσθηση ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης. Αυτό θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν καλύτερα το σχολείο και να κάνουν άλλες δραστηριότητες.

Για μερικά παιδιά, το να καταφέρνουν πράγματα μόνα τους είναι κάτι που μαθαίνουν από την ηλικία των δύο, ενώ άλλα φτάνουν μέχρι περίπου τα τέσσερα. Δεν υπάρχει τίποτα να ανησυχείτε και στις δύο περιπτώσεις. Κάθε παιδί μαθαίνει με τον δικό του ρυθμό.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα παιδιά δεν βρίσκουν και εύκολο το να ντυθούν. Θεωρούν επίσης ότι είναι ευκολότερο να βάλουν παντελόνι από ό, τι είναι να βάλουν μπλουζάκια.

Πότε το παιδί μου πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του; Όσα πρέπει να γνωρίζει μια μαμά!
Πότε το παιδί μου πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του; Όσα πρέπει να γνωρίζει μια μαμά!

«Το παιδί μου έχει συχνά νεύρα»! Δες πως θα το αντιμετωπίσεις!

Πολύ συχνά τα παιδιά δοκιμάζουν τις αντοχές των γονιών τους κάνοντας ζημιές, όντας ευέξαπτα και εριστικά κάτι που προκαλεί το παράπονο των γονιών για το «δύσκολο χαρακτήρα του παιδιού», αλλά και τη σύγκριση με το «ήσυχο παιδί του γείτονα».

Έτσι από μικρή ηλικία οι γονείς βάζουν στα παιδιά ταμπέλες: «είσαι νευρικός», «είσαι δύσκολο παιδί», «είσαι κακό παιδί» και η καθημερινότητα γίνεται ολοένα και χειρότερη.

Και μπορεί η σωματική βία στην οικογένεια να έχει περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν, όμως η λεκτική βία έχει αυξηθεί με τους γονείς συχνά να ασκούν ψυχολογική πίεση στο παιδί, να το προσβάλουν, να του φωνάζουν, ακόμα και να το βρίζουν.

Σύμφωνα με τον παιδοψυχολόγο-ψυχοθεραπευτή Δημήτρη Κούκη, ο θυμός κρύβει μέσα του μια εξουσία. Ο θυμωμένος μαθητής, ο θυμωμένος εργαζόμενος ή ο θυμωμένος σύντροφος δείχνει με αυτόν τον τρόπο στους γύρω του ότι είναι δυνατός. Στην πραγματικότητα όμως ο θυμός είναι αδυναμία και εκδήλωση πόνου.

«Όταν ένα παιδί μεγαλώνει με αγάπη, σταθερότητα και εμπιστοσύνη δεν υπάρχει λόγος να εκδηλώσει θυμό. Όταν όμως υπάρχει θυμός σε σταθερή βάση τότε κάτι απουσιάζει από τον συναισθηματικό του κόσμο και είναι χρέος των γονιών να αναγνωρίσουν τι απειλητικό κρύβεται πίσω από αυτό: είναι ντροπή; Απογοήτευση; Η απουσία εμπιστοσύνης; Η απειλή;», αναφέρει σχετικά ο ίδιος.

Ο θυμός σε κάθε ηλικία

Ο διαχωρισμός του θυμού ανάλογα την ηλικία είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ένα παιδί 1-2 ετών που δεν μπορεί να εκφραστεί λεκτικά, μπορεί με τον θυμό του να μας πει «κουράστηκα», «πεινάω», «ζεσταίνομαι» κτλ. Ένα παιδί προσχολικής ηλικίας το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με δύσκολες συνθήκες, μπορεί με τον θυμό του να εκφράζει την παροδική δυσκολία σε μια περίοδο αυτονόμησης και ανεξαρτησίας από το σπίτι ή την ασφάλεια που του παρέχει η αγκαλιά της μητέρας του.

«Το παιδί σε αυτήν την ηλικία μπαίνει σε ένα σχολικό περιβάλλον, γνωρίζει φίλους, πρέπει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του και ψυχολογικά να ενταχθεί σε ένα περιβάλλον. Όλο αυτό του προκαλεί μια παροδική ένταση και αντίδραση. Οπότε αντί να αντιδράσουμε δυναμικά οφείλουμε να του αφήσουμε χώρο, να το ενθαρρύνουμε, να το εφησυχάσουμε και να το σεβαστούμε», λέει ο ειδικός.

Από την γέννηση μέχρι και την έναρξη της προσχολικής ηλικίας λοιπόν, η παιδική οργή είναι μια βοηθητική συνθήκη στην ψυχική οργάνωση του παιδιού, μια μορφή βοήθειας για να ανταπεξέλθει σε προκλήσεις.

Τι μπορεί να φταίει;

Οι γονείς θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να αναρωτηθούν μήπως το παιδί θυμώνει και φωνάζει επειδή βλέπει μια αντίστοιχη τέτοια σταθερή συμπεριφορά από τους ίδιους. Αν υπάρχει ένταση στην συντροφική τους σχέση, ή όταν επιστρέφουν από τη δουλειά ή στην επικοινωνία με το σόι είναι φυσιολογικό το παιδί να μάθει πως έτσι πρέπει να αντιδρά στη ματαίωση.

Ένας ακόμα λόγος που τα παιδιά έχουν εκρήξεις οργής είναι επειδή οι γονείς είναι πολύ παρεμβατικοί. Θέλουν εκείνοι να ορίζουν τον χώρο, την ώρα, τον τρόπο και το είδος παιχνιδιού, την ακρίβεια της διατροφής του, τι ρούχα θα φορέσει, τι διαρρύθμιση θα έχει το δωμάτιό του κτλ. Έτσι το παιδί νιώθει ότι δεν έχει ευχέρεια επιλογών, δεν μπορεί να έχει τον προσωπικό του χώρο, δεν μπορεί να έχει πρωτοβουλίες, δεν μπορεί καν να διαλέξει τι παγωτό θα φάει ή τι ταινία θα δει. Αυτό, το παιδί το μεταφράζει ως απουσία εμπιστοσύνης ή απουσία διαθεσιμότητας των γονιών και έτσι ξεσπά.

Ένας τρίτος λόγος είναι η μη διαθεσιμότητα των γονιών στον θυμό του παιδιού ή την εκδήλωση των συναισθημάτων του. Η καθημερινότητα, η πίεση, η ένταση, τα προβλήματα στη δουλειά, οι τρέχουσες ανάγκες κάνουν τους γονείς αδιάφορους και τους ωθούν να λειτουργούν υπερβολικά. Αποτέλεσμα το παιδί να αναγκάζεται να κάνει κάτι «ηχηρό», κάτι ακραίο για να τους πει με τον τρόπο του πως «κι εγώ είμαι εδώ, ακούστε με». Αφού οι γονείς δεν ακούν τη φωνή του, θα ακούσουν αναγκαστικά την κραυγή του.

Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν όσο θα ήθελαν το παιχνίδι, το χαμόγελο, το παραμύθι, τη χαλάρωση. Είτε λόγω απουσίας των γονέων, είτε λόγω της σχολικής πίεσης δεν κυριαρχεί στη ζωή τους το ευχαριστιακό στοιχείο. Οι οικογένειες δεν έχουν χρόνο και χώρο για πολύ παιχνίδι, για χιούμορ, για ηρεμία και χαλάρωση. Αυτή η δυσαναλογία στο πρόγραμμα προκαλεί στα παιδιά εκνευρισμό, μιας και δυσκολεύονται να ακολουθήσουν το πρόγραμμα των ενηλίκων.

Πώς το αντιμετωπίζω;

Σίγουρα όχι με κοροϊδία, ειρωνία ή συναισθηματικό εκβιασμό. Όλες αυτές οι εκφράσεις προδίδουν την αδυναμία των γονέων να διαχειριστούν τον δικό τους θυμό, με αποτέλεσμα να ζητούν από το παιδί να γίνει ενήλικος για να συνδιαλαγεί μαζί τους.

«Οι γονείς πρέπει να παρατηρούν αν φωνάζουν και πότε φωνάζουν οι ίδιοι. Να κάνουν ένα διάλειμμα δικής τους ανασυγκρότησης, να δουν τι γίνεται, να βελτιώσουν τη συντροφική τους σχέση και να απομακρύνουν για λίγο τις δυσκολίες της δουλειάς ή της σχέσης από το περιβάλλον του παιδιού και να θυμηθούν πως όλα τα συναισθήματα είναι αποδεκτά. Και το πιο σημαντικό; Πως ο κάθε θυμός, η κάθε έκρηξη οργής κρύβει πίσω της μια απουσία, μια αδυναμία πραγματοποίησης μιας επιθυμίας», συμβουλεύει ο κ. Κούκης

Κακώς λοιπόν, δαιμονοποιούμε τον θυμό ως κακό συναίσθημα. Ο θυμός είναι πολύ χρήσιμος, είναι ένα «καμπανάκι» για τα παιδιά αλλά και για εμάς ότι κάτι θέλουμε και δεν μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε. Είτε σημαίνει (για εμάς) ένα ποτό σε ταράτσα με θέα Ακρόπολη ή για το παιδί μισή ώρα παραπάνω παιχνιδιού στις κούνιες.

Ο θυμός δεν πρέπει να μας θυμώνει ως γονείς, αλλά να μας υποψιάζει ότι το παιδί μας κάτι μας λέει. Κάτι που πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε και να κάνουμε πιο λειτουργική την επικοινωνία μας μαζί του.