Θρήνος στην showbiz! Πέθανε ο Αλμπέρτο Σιρόνι!

Ο σκηνοθέτης των επιτυχιών!

Θρήνος στην showbiz! Πέθανε ο Αλμπέρτο Σιρόνι!

Θρήνος έχει ξεσπάσει στην showbiz, μετά την είδηση ότι πέθανε ο Αλμπέρτο Σιρόνι!

Μετά τον Αντρέα Καμιλέρι, που έφυγε από τη ζωή στις 17 Ιουλόυ, ο πιο αγαπητός αστυνομικός στην Ιταλία και όχι μόνον, ο «επιθεωρητής Μονταλμπάνο» έχασε και τον δεύτερο, τον τηλεοπικό πατέρα του. Ο σκηνοθέτης Αλμπέρτο Σιρόνι πέθανε σε ηλικία 79 ετών, αφού είπε αντίο και στην τηλεοπτική σειρά, καθώς από καιρό ήταν βαριά άρρωστος.

Γεννημένος στη Λομβαρδία, στο Μπούστο Αρζίτσιο του Βαρέζε, ο Σιρόνι δεν έκρυβε τη γοητεία που του ασκούσαν τα χρώματα και το φως της Σικελίας, αλλά και τη γοητεία που ασκεί το μπαρόκ σκηνικό που εκτείνεται από τις Συρακούσες έως τη Μόντικα, τη Ραγκούζα, το Σίκλι, τον Νότο και κυρίως τη Ντοναλουκάτα -τη λογοτεχνική και τηλεοπτική Βιγκάτα- που τα τελευταία χρόνια αποτελούσε τον χώρο όπου ζούσε και δρούσε ο ήρωας της σειράς Σάλβο Μονταλμπάνο.


Ο πρωταγωνιστής Λούκα Τζινγκαρέτι, που είχε συμφωνηθεί να αναλάβει τη σκηνοθεσία της σειράς μετά την αποχώρηση του Σιρόνι - οποίος έκανε το τελευταίο γύρισμά του στις 26 Ιουλίου- αποχαιρέτισε τον Σιρόνι με ένα μακρύ και συγκινητικό μήνυμα στο Twitter.

Ο Τζινγκαρέτι ήταν προσωπική επιλογή του Σιρόνι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως δήλωνε ο ίδιος, είχε να επιλέξει μεταξύ τριών ηθοποιών: «Ο πρώτος δεν μπορούσε να έρθει γιατί είχε καυγαδίσει με τη σύζυγό του και είχε μαυρισμένο μάτι, ο δεύτερος δεν είχε κάνει καλό δοκιμαστικό και ο Λούκα ήταν εξαίσιος στο δικό του. Η επιλογή να βάλουμε έναν συμπαθητικό αστυνομικό προέρχεται από τις αμερικανικές σειρές, καθώς σε εμάς έως τα τέλη του '80 οι αστυνομικοί απεικονίζονταν ως φασίστες με το γκλομπ στο χέρι. Εγώ εστίασα στην ιδιωτική προσωπικότητα του επιθεωρητή».


Αλλά τι έλεγε κι ο ίδιος ο Καμιλέρι; «Γνώριζε τον Λούκα γιατί ήταν μαθητής του στην Ακαδημία Σίλβιο Ντ' Αμίκο, όταν όμως του μίλησα για την επιλογή μου είχε αντιρρήσεις. "Εγώ τον είχα φαντασθεί διαφορετικό, άλλο πράμα έγραψα"», τόνιζε ο Σιρόνι. Ο διαλεκτός συγγραφέας από το Πόρτο Εμπέντοκλε είχε σμιλέψει τον πρωταγωνιστή του στο πρότυπο του επιθεωρητή «ντοτόρ Ινγκραβάλο» από το εμβληματικό μυθιστόρημα «Εκείνο το παλιομπέρδεμα της Οδού Μερουλάνα» του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα: Με κοιλίτσα, γέρο, αργό στις κινήσεις του και κυρίως μία μεσογειακή φιγούρα με μπούκλες. Κυρίως όχι καραφλό. «Όταν όμως είδε το πρώτο επεισόδιο, πείστηκε: «"Μου άρεσαν έως και οι κομπάρσες"», μου είπε», θυμόταν ο Σιρόνι.

Ο Σιρόνι ξεκίνησε από το θέατρο. Φοίτησε στην Σχολή του Πίκολο Τεάτρο, των Τζόρτζο Στρέλερ και του Πάολο Γκράσι, στο Μιλάνο. Όμως, η συνάντησή του με τα πλατό της RAI άλλαξε τα πάντα. Για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης σκηνοθέτησε έρευνες στο εξωτερικό και στην Ιταλία, έκανε μέχρι και τηλεοπτικά σποτ. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή του άλλαξε κατεύθυνση. Το 1978 σκηνοθετεί τα επεισόδια της σειράς που άντλησαν έμπνευση από τα διηγήματα «Ο Εκατοέγκλημας» (Il Centodelitti) του Τζόρτζο Σερμπανένκο, ενώ το 1987-1990 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε τα πρώτα επεισόδια της σειράς Eurocop. Ακολούθησαν άλλες δουλειές και σκηνοθεσίες σε τηλεπαιχνίδια, ενώ έγραψε και σκηνοθέτησε και ραδιοφωνικές σειρές.

Το 1999 ξεκινάει τον Μονταλμπάνο, τη σειρά που θα αποθεώσει την σκηνοθετική καριέρα του, όχι μόνο σε τηλεοπτικά νούμερα, αλλά κυρίως σε συναισθηματική αποδοχή από το κοινό. Ολόκληρη η Ιταλία θα παραμένει καρφωμένη στους δέκτες τις ημέρες της προβολής της για να παρακολουθήσει, παθιασμένα και πιστά, τις περιπέτειες του επιθεωρητή, που τουλάχιστον στο μυαλό του δημιουργού του είχε άλλη όψη. «Έχει μία σειρά από αρετές και μειονεκτήματα που είναι τυπικά όλων των Ιταλών», δήλωνε ο Σιρόνι. «Είναι ένας αναρχικός ατομιστής. Κάνει ό,τι θέλει εκείνος, του αρέσει να τρώει καλά, και τον έλκουν οι ωραίες γυναίκες», συμπλήρωνε.

Η κηδεία του Σιρόνι θα γίνει στον τόπο όπου άφησε την τελευταία του πνοή , την Ασίζη, εκεί όπου είχε επιλέξει να ζει με τη σύζυγό του, Λουτσία Φιούμι, την οποία παντρεύτηκε το 2016.

Πέθανε ο Νουόν Τσέα!

Πέθανε στα 93 του ο Νουόν Τσέα... Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που όλοι στην Καμπότζηέτρεμαν μόνο στο άκουσμα του ονόματός του και 12 χρόνια αφότου συνελήφθη και καταδικάσθηκε δις σε ισόβια «για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», «γενοκτονία, εξανδραποδισμό, βασανιστήρια, διώξεις για πολιτικούς, φυλετικούς και θρησκευτικούς λόγους». Για πάρα πολλούς νέους, το όνομα του Νουόν Τσέα, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών, δεν σημαίνει τίποτα.

Όμως, κατά τη διάρκεια του στυγερού καθεστώτος των Κόκκινων Χμερ, που ήθελε να επιβάλει μία αγροτική κοινωνία χωρίς προνόμια, τάξεις και διανοούμενους, όλοι τον γνώριζαν ως «Αδελφό υπ' αριθμ. δύο», ιεραρχικά κατώτερο από τον ηγέτη Πολ Ποτ, τον επικεφαλής του υπερμαοϊκού κομμουνιστικού μοντέλου, του οποίου ο Τσέα ήταν ο πρωταρχικός και δογματικός ιδεολόγος.


Μαζί με τον πρώην πρόεδρο Χιέου Σαμπχάν, ο οποίος στα 88 του είναι ακόμη εν ζωή, ο Τσέα ήταν ένας από τους δύο τελευταίους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος της «Δημοκρατικής Καμπουτσέα» που ακόμη επιζούσαν για να υπενθυμίζουν στην ανθρωπότητα τη φρικαλεότητα ενός καθεστώτος που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη γενοκτονία στη σύγχρονη Ιστορία. Σε λιγότερο από μία πενταετία (1975-1979) σφαγιάσθηκε το ένα τέταρτο του πληθυσμού των Χμερ, περίπου δύο με τρία εκατ. άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Πέθανε ο Νουόν Τσέα!

Ο Τσέα, που γεννήθηκε ως Λάου Κιμ Λορν στις 7 Ιουλίου 1926 από ευκατάστατους Σινο-Χμερ γονείς, και ήταν επίσης γνωστός με τα προσωνύμια Λονγκ Μπουνρουότ και Ρουνγκλοέτ Λαοντί, συνελήφθη μόλις το 2007 και καταδικάστηκε δις σε ισόβια το 2014 και μετά το 2018 από το Ειδικό Δικαστήριο του ΟΗΕ στην Πνομ Πενχ. Ο ίδιος είχε εκφράσει «οδύνη», αλλά ποτέ όμως μεταμέλεια, για τα εγκλήματα που, όπως τόνισε, διαπράχθηκαν «σκόπιμα ή χωρίς πρόθεση, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το γνώριζε ή όχι». Εντούτοις, ήταν ο ίδιος, σύμφωνα με τους καμποτζιανούς δικαστές, ένας από τους κύριους υπευθύνους για τη γενοκτονία των Βιετναμέζων και των πληθυσμών Χαμ, που σφαγιάσθηκαν πριν από την άφιξη των βορειοβιετναμικών δυνάμεων, που χάρις στην εισβολή τους απελευθέρωσαν τη χώρα από το καθεστώς του Λον Νολ. Σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία, εκείνος που κάλεσε τους Βορειοβιετναμέζους να εισβάλουν δεν ήταν ο Πολ Ποτ, αλλά ο συνεργάτης του Νουόν Τσέα . Μάλιστα, οι Βιετναμέζοι εμπιστεύονταν περισσότερο τον Τσέα έναντι του Πολ Ποτ και ήλπιζαν πως θα πρωτοστατούσε στην ανατροπή του. Οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν και όταν οι Βιετναμέζοι κατέλαβαν την Πνομ Πενχ το 1979 ο Τσέου εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση από πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής του Κόμματος και κατέφυγε στο Παϊλίν, ένα από τα τελευταία προπύργια των Κόκκινων Χμερ, όπου ζούσε και ο Πολ Ποτ μέχρι τον θάνατό του το 1998 κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.

Πένθος! Έφυγε από τη ζωή γνωστός σκηνοθέτης!


Απέναντι στον Πολ Ποτ ο Τσέου διατηρούσε πάντοτε τη φήμη του πιο ευγενικού και μετριοπαθούς πολιτικού. Ο ίδιος πάντοτε θέλησε να υπερασπιστεί τον ρόλο των Κόκκινων Χμερ στην ιστορία της χώρας του. «Δεν θέλω οι επόμενες γενιές να παρερμηνεύσουν την Ιστορία. Δεν θέλω να πιστεύουν πως οι Κόκκινοι Χμερ ήσαν κακοί κι εγκληματίες», είχε δηλώσει το 2011. Για τον ίδιο ούτε και οι ομαδικοί τάφοι ήταν έργο των Χμερ, αλλά των βιετναμικών δυνάμεων.

Ο Νουόν Τσέα παραδόθηκε με τους τελευταίους πιστούς άνδρες του το 1998, αφού εξασφάλισε από τον πρόεδρο Χουν Σεν την υπόσχεση πως δεν επρόκειτο να δικασθεί. Μία υπόσχεση που τηρήθηκε για εννέα χρόνια, έως την παρέμβαση του ΟΗΕ και τη σύσταση του Ειδικού Δικαστηρίου.

Ήταν ο εκπρόσωπος του Ειδικού Δικαστηρίου εκείνος που μετέδωσε την είδηση του θανάτου του Νουόν Τσέα στο «Νοσοκομείο της Φιλίας Χμερ Σοβιέτ», όπου εξέτιε λόγω ασθένειας την ποινή του!