«Άλλη μια φορά απογοητευτική αυτή η κυβέρνηση» - Έξαλλος ο Περικλής Κονδυλάτος με την κηδεία του Τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου

Τι συνέβη;

Στέλλα Μούτσιου
Youweekly Editor
Instagram / Περικλής Κονδυλάτος
Instagram / Περικλής Κονδυλάτος

Το πρωί της Δευτέρας 16/1 πραγματοποιήθηκε η κηδεία του Τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία ολοκληρώθηκε το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Η οικογένειά του, η σύζυγός του (δείτε την εδώ να κλαίει μπροστά στις κάμερες), τα παιδιά του (δείτε εδώ τον επικήδειο του Παύλου Γλύξμπουργκ), τα εγγόνια, αλλά και οι επίσημοι καλεσμένοι, τον αποχαιρέτησαν σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης και πλήθος κόσμου παρακολούθησε τα δρώμενα είτε από κοντά είτε από την τηλεόραση, με δέος.

Πολλοί είναι οι διάσημοι οι οποίοι μίλησαν για το γεγονός και ανάμεσα σε αυτούς βρίσκεται και ο Περικλής Κονδυλάτος, ο οποίος, όσο κι αν είναι θλιμμένος μετά την επιστροφή του από τον Άγιο Δομίνικο για όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα (δείτε εδώ την πρώτη του ανάρτηση για το Survivor All Star), εξέφρασε την οργή του για τον τρόπο που η κυβέρνηση χειρίστηκε την ταφή του Τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου.

Έξαλλος ο Περικλής Κονδυλάτος για την κηδεία του Τέως Βασιλιά Κωνσταντίνου

«Ζητώ ο Βασιλεύς των Ελλήνων. Δεν διαγράφεται ένας αιώνας Ελληνικής ιστορίας για κανέναν κομπλεξικό συμπλεγματικό. Η αγάπη του λαού που συγκεντρώθηκε είναι η ισχύς της Βασιλικής οικογένειάς. Ο λαός θέλει να τιμήσει την ΙΣΤΟΡΊΑ και την παράδοση του. Άλλη μια φορά απογοητευτική αυτή η κυβέρνηση», έγραψε χαρακτηριστικά στο προφίλ του.

Περικλής Κονδυλάτος Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος
Instagram / Περικλής Κονδυλάτος

Αυτή είναι η περιουσία του

Ο Τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1940 στα Ανάκτορα του Παλαιού Ψυχικού και απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 82 ετών, σε ιδιωτικό θεραπευτήριο της Αθήνας όπου νοσηλευόταν αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας (δείτε εδώ την ανακοίνωση που εξέδωσε η οικογένειά του).

Η 1η Ιουνίου 1973 σηματοδότησε το τέλος της βασιλείας στην Ελλάδα, με τον Κωνσταντίνο να παραμένει στο εξωτερικό και να μην επιστρέφει στην Ελλάδα. Μάλιστα, για πρώτη φορά μετά την αλλαγή πολιτεύματος, επέστρεψε το 1981 και αυτό για τον θάνατο της μητέρας του, της Φρειδερίκης. Με τη φυγή του όμως, προέκυψε το θέμα της βασιλικής περιουσίας και της βασιλικής χορηγίας.

Οι διαφορές του με το ελληνικό κράτος για την πρώην βασιλική περιουσία των τριών κτημάτων του, δηλαδή το Μον Ρεπό στην Κέρκυρα, το Κτήμα Τατοΐου, και το κτήμα Πολυδενδρίου στην Αγιά Λάρισας οδήγησαν τελικά στα δικαστήρια, καθώς εξ αρχής κατέστη σαφές το ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου για τα χρήματα, δηλαδή ο ιδιοτελής χαρακτήρας των Γλύξμπουργκ, όπως διαπιστώνει ο Νίκος Αλιβιζάτος, Ομότιμος Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και μέλος της υπερασπιστικής ομάδας της ελληνικής κυβέρνησης στην υπόθεση της βασιλικής περιουσίας στην εκδίκαση στο Στρασβούργο.

Το 1992 σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δια της οποίας εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να εξαχθεί ένας μεγάλος αριθμός κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Η σύμβαση ψηφίστηκε με τον νόμο 2086/1992 περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου σύμβασης. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο κερκυραϊκός λαός πραγματοποίησε κατάληψη στο ανάκτορο Μον Ρεπό διαδηλώνοντας κατά της συμφωνίας και δηλώνοντας ότι το ανάκτορο ανήκει στον κερκυραϊκό λαό και όχι στον μονάρχη.

Επίσης το 1992 μεταφέρθηκε με κοντέινερ όλη η κινητή περιουσία που βρισκόταν στα παλαιά ανάκτορα Τατοΐου, η οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα συμπεριλάμβανε κλασικές και βυζαντινές αρχαιότητες. Τα κοντέινερ με τα οποία μεταφέρθηκαν τα κινητά αντικείμενα από το Τατόι προκάλεσαν την κατακραυγή της κοινής γνώμης. Μάλιστα καταγράφηκε το γεγονός πως εκλάπησαν πίνακες ζωγραφικής, θρησκευτικές εικόνες και κοσμήματα.

Το 1993 έκανε μια πρώτη μεγάλη επίσκεψη στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση ενοχλήθηκε από αυτή την περιοδεία του και αντιμέτωπη με τις όλο και ισχυρότερες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης του ζήτησε να αποχωρήσει. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ακύρωσε με τον νόμο 2215/1994 τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια θεωρώντας ότι η βασιλική περιουσία είχε ήδη απαλλοτριωθεί με το νομικό διάταγμα της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ο συγκεκριμένος νόμος αναγνώριζε ότι η απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας από τη Χούντα ήταν εξ αρχής νόμιμη και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το 1974, οπότε και αποκαταστάθηκε η δημοκρατία, ενώ αποκαλούσε τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ως Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ ζητώντας παράλληλα από τα μέλη της οικογένειας να δηλώσουν ένα επίθετο στα ληξιαρχεία ως όρο για την επανάκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Δείτε επίσης: Στο Μέγαρο Μαξίμου οι τρεις γιοι του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου για το τελετουργικό της κηδείας - Αποκλειστικές φωτογραφίες

Η τέως βασιλική οικογένεια προσέφυγε στα πολιτικά δικαστήρια και στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενάντια στον ν. 2215/1994. Αν και δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο με την απόφαση 1/1996 της ολομέλειας, απορρίφθηκε από την ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την απόφαση 4575-8/1996. Τελικά το 1997 το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, συμφώνησε[39] με το ΣτΕ δεχόμενο ότι ο ν. 2215/1994 είναι συνταγματικός.

Περιουσία Βασιλιά Κωνσταντίνου

Στις 21 Οκτωβρίου 1994 κατέθεσε, μαζί με άλλα οκτώ μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσφυγή κατά της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο ισχυριζόμενος ότι ο νόμος 2215/1994 παραβίαζε διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Την προσφυγή υπέγραφαν μεταξύ άλλων οι Rosalyn Higgins, καθηγήτρια στο London School of Economics και μετέπειτα η πρώτη γυναίκα μέλος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, και Georges Vedel, μέλος του γαλλικού συνταγματικού δικαστηρίου και διαπρεπής νομικός, ενώ το κύριο έργο της υπεράσπισης είχαν οι νομικοί λόρδος Λέστερ και Nathene - Arnaouti συνεπικουρούμενοι από τους δικηγόρους Μπράβο και Γεωργιάδη. Με την προσφυγή η βασιλική οικογένεια υποστήριζε ότι με την δήμευση της περιουσίας τους (κτήμα Τατόι, Mon Repos στην Κέρκυρα, κτήμα Πολυδενδρίου στη Λάρισα), χωρίς την καταβολή αποζημίωσης παραβιάστηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους, ότι είχαν υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σχετικά με την υπόθεση της ιθαγένειας, ότι είχε προσβληθεί η προσωπικότητα και η ιδιωτική ζωή τους σχετικά με την επιβολή του επωνύμου "Γλυξμπουργκ", και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη.

Τον Οκτώβριο του 1998 δημοσιεύθηκε η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία έκρινε ως παραδεκτό λόγο το περιουσιακό σκέλος της προσφυγής και όχι τα υπόλοιπα παραπέμποντας την υπόθεση σε νέο τμήμα με νέα σύνθεση. Τον Νοέμβριο του 2000 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του πρώτου άρθρου του Πρώτου Πρωτοκόλλου ενώ στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιδίκασε 13,7 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία αποδόθηκαν 13,7 εκατομμύρια ευρώ στον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Να σημειωθεί ότι στην προσφυγή ο τέως βασιλιάς και τα υπόλοιπα μέλη υπολόγιζαν την βασιλική περιουσία σε 161 εκατομμύρια ευρώ.

Οι νομικοί εκπρόσωποι του ελληνικού Δημοσίου επισήμαναν στο υπόμνημά τους ότι για το ύψος της αποζημίωσης πρέπει να συνεκτιμηθούν τρία κρίσιμα στοιχεία:

  • Ο Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του είναι απλοί πολίτες ιδιώτες, χωρίς προνόμια και με αυτή την παραδοχή η περιουσία πρέπει να αποτιμηθεί αποκλειστικώς σε χρήμα.
  • Οι αιτούντες δεν έχουν καταβάλει φόρους και άλλες οφειλές προς το Δημόσιο από κτήσεως της επίδικης περιουσίας.
  • μεγάλο μέρος των εκτάσεων των επίμαχων κτημάτων είναι δασικά και ως τέτοια έχουν μικρή εμπορική αξία, εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων αξιοποίησής τους.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε πίνακα του Τζορτζ Σκοτ και άλλα αντικείμενα τα οποία, όμως, σύμφωνα με φορτωτικές που προσκόμισε η ελληνική πλευρά είχαν μεταφερθεί με τα κοντέινερ από το Τατόι το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς του 1991. Αυτό αποκάλυψε πως ο Κωνσταντίνος ψευδόταν και προκάλεσε θυμηδία στους δικαστές.

Τελικά, με απόφαση του δικαστηρίου ο τέως βασιλιάς έλαβε ως αποζημίωση 13,7 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία εισπράχθηκαν από τη ΔΟΥ Αχαρνών, τον Μάρτιο του 2003. Το Ελληνικό Κράτος κατέβαλε αυτό το ποσό από τον προϋπολογισμό "φυσικών καταστροφών", θέλοντας να κάνει έναν πολιτικό υπαινιγμό, και εξέδωσε το σχετικό πιστωτικό εκκαθαριστικό από τη ΔΟΥ Αχαρνών ως κατά τόπον αρμόδια, με το σκεπτικό ότι τελευταίος τόπος διαμονής του Κωνσταντίνου στην Ελλάδα ήταν τα Ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος, στη συνέχεια, αφού παρέλαβε μέσω πληρεξουσίου δικηγόρου το ποσό, ανήγγειλε τη δημιουργία του Ιδρύματος «Άννα - Μαρία» με έδρα το Λιχτενστάιν ως φορέα διάθεσης της αποζημίωσής του σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μέχρι σήμερα όμως οι δραστηριότητες του ιδρύματος δεν έχουν γίνει γνωστές.