Θοδωρής Αθερίδης: «Μια ολόκληρη γειτονιά με κυνηγούσε να με δείρει…» - Οι επικές ιστορίες από την παιδική του ηλικία

«Έτσι γνώρισα τον γαμπρό μου...»

Ιωάννα Βουτσή
Youweekly Editor
Θοδωρής Αθερίδης:  «Μια ολόκληρη γειτονιά με κυνηγούσε να με δείρει…» - Οι επικές ιστορίες από την παιδική του ηλικία

Καλεσμένος στην εκπομπή της ΕΡΤ, Πρωίαν σε Είδον, βρέθηκε το πρωί της Παρασκευής 22/3 ο Θοδωρής Αθερίδης. Ο γνωστός ηθοποιός, μίλησε στον Φώτη Σεργουλόπουλο και στην Τζένη Μελιτά τόσο για τα επαγγελματικά του όσο και για την προσωπική του ζωή ενώ μοιράστηκε και άγνωστες πτυχές από την παιδική του ηλικία.

Ωστόσο στην αρχή, μόλις μπήκε στο πλατό ο παρουσιαστής αποκάλυψε πως ο ηθοποιός είχε προγραμματιστεί να εμφανιστεί πριν από δύο μέρες, ωστόσο αυτό δεν συνέβη, καθώς το ξέχασε. Ο ίδιος αισθάνθηκε πολύ άσχημα και θέλησε να απολογηθεί για το γεγονός αυτό (δείτε εδώ τι είπε).

Η συνέντευξη του Θοδωρή Αθερίδη

«Δεν έχω πάρει ρεπό από την δουλειά για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά είχα πει ότι τα καλοκαίρια δεν δούλευα. Είχα πάρει κάποτε ρεπό όχι από όλα, από το θέατρο που δεν δούλευα δυο χρονιές. Πάντα ένα από τα δυο ή τηλεόραση ή θέατρο το έχω. Για εμένα η μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία είναι το ζήτημα της ανεργίας. Θεωρώ ότι είναι το χειρότερο κοινωνικά πρόβλημα που υπάρχει. Είμαι πολύ τυχερή περίπτωση δεν έχω μείνει άνεργος από τα νεαρά μου χρόνια, μου ήρθαν όλα όπως έπρεπε.

Το πιο τυχερό που μου έχει τύχει είναι η οικογένειά μου. Έχω δυο εγγόνια αγοράκια, ο μεγάλος είναι πέντε χρονών και ο μικρός έντεκα μηνών. Είμαι γέννημα θρέμμα μπαμπάς, έγινα μπαμπάς στα 25 μου. Στα 25 χρόνια που διδάσκω στη σχολή, περισσότερα πράγματα έμαθα εγώ παρά τα παιδιά από εμένα. Μέσα από την διδασκαλία μαθαίνεις να διατυπώνεις, να διαπιστώνεις, να μεταδίδεις με ένα τρόπο που να μην είναι χαοτικός....» ανέφερε.

Σχετικά με τα παιδικά του χρόνια αποκάλυψε: «Μια ολόκληρη γειτονιά με κυνηγούσε να με δείρει, περίπου είκοσι άτομα. Έτσι γνώρισα τον γαμπρό μου, της αδερφής μου τον άνδρα. Ήταν ένας θηριώδης τύπος, τον ήξερα αλλά όχι προσωπικά. Για καλή μου τύχη με συμπαθούσε. Πηγαίνω εγώ, παίρνω μια καρέκλα και κάθομαι δίπλα του και κάνω ότι μιλάω. Μαζεύεται όλη η γειτονιά γύρω γύρω και εγώ κάνω τον άνετο για να το δούνε. Έτσι όπως κάθεται αυτός γυρνά τους βλέπει και λέει, "τι έγινε ρε παιδιά; έλα ρε ανοίξτε λίγο", έτσι σώθηκα. Με κυνηγούσαν γιατί είχα δείρει έναν και έρχονταν να με δείρουν οι άλλοι.

Έχω φάει και ξύλο πολύ, στα 13, 14. Τότε αυτή ήταν η κουλτούρα και η νοοτροπία, το ξύλο. Στο σχολείο ήμουν ζωηρό παιδί. Έχω σπάσει χέρια, πόδια, μύτες και η μάνα μου λιποθυμούσε. Επίσης είχα σπάσει το χέρι μου και οι γονείς μου ήξεραν ότι ήμουν διακοπές. Έκανα οτοστόπ και πήγα στο νοσοκομείο, είπα στη νοσοκόμα να μιλήσω εγώ και δεν με άφησε, όταν ήρθα οι γονείς μου ήταν άσπροι, νόμιζαν ότι θα με "μαζεύουν" με το κουταλάκι...»