Ο ηθοποιός Κρις Ραντάνοφ άνοιξε την καρδιά του στο «Στούντιο 4» το απόγευμα της Τρίτης 16 Σεπτεμβρίου και μίλησε για το σοβαρό τροχαίο ατύχημα που στάθηκε αφορμή να αφήσει τη Βουλγαρία και να ξεκινήσει μια νέα ζωή στην Ελλάδα. Ο ίδιος περιέγραψε πώς οι δυσκολίες που είχε ζήσει η οικογένειά του, αλλά και η δική του ανάγκη για μια νέα αρχή, τον οδήγησαν σε αυτή την καθοριστική απόφαση.
Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στη μητέρα του, η οποία είχε έρθει στην Ελλάδα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, βιώνοντας σκληρές συνθήκες: «Η μητέρα μου είχε περάσει δύσκολα, όταν ήρθε στην Ελλάδα, περίπου το ’93-’94. Εγώ ήμουν έφηβος τότε. Καμιά φορά λέμε “γιατί έρχονται οι μετανάστες;”. Δεν έρχονται γιατί περνάνε ωραία εκεί που είναι και δεν μπορείς να βάζεις όρια στα όνειρα».
Κρις Ραντάνοφ – Το τροχαίο που τον σημάδεψε
Ο Κρις Ραντάνοφ εξήγησε ότι εργαζόταν σε εργοστάσιο γαλακτοκομικών, όταν μια μοιραία μέρα άλλαξε τα πάντα. «Ένα πρωί έσκασε το λάστιχο του αυτοκινήτου μου, ενώ έτρεχα αρκετά. Το αμάξι έκανε τούμπες, ο κινητήρας βγήκε εκτός, κι εγώ βρέθηκα μέσα στα αίματα. Με βοήθησαν επιβάτες λεωφορείου και μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο, όπου έμεινα για έναν μήνα. Είχα πολλά τραύματα στο πρόσωπο».
Το ατύχημα τον ανάγκασε να επανεξετάσει τα πάντα και να μετακομίσει στην Ελλάδα σε ηλικία 27 ετών, αναζητώντας μια πιο ήρεμη και δημιουργική ζωή. Όπως παραδέχτηκε, «Δεν ξέρω αν θα γύριζα ποτέ πίσω στη Βουλγαρία».
Από την πάλη στην υποκριτική
Η αγάπη του για τον αθλητισμό και την τέχνη ήταν πάντα εκεί. Από τα 13 του χρόνια ασχολήθηκε με την πάλη, ενώ μέχρι σήμερα γυμνάζεται καθημερινά: «Πηγαίνω στο γυμναστήριο επτά φορές την εβδομάδα, ήμουν παλαιστής από 13 ετών στη Βουλγαρία».
Το όνειρό του, όμως, ήταν η υποκριτική. «Ονειρευόμουν από τη Βουλγαρία να γίνω ηθοποιός αλλά δεν μπορούσα να πληρώσω για να πάω στη Σόφια να το σπουδάσω. Υπήρχε και η πεποίθηση ότι η υποκριτική δεν είναι σοβαρή δουλειά, υπήρχε και μεγάλος ανταγωνισμός με όσους το είχαν σπουδάσει. Δεν βίωσα ρατσισμό, όταν ήρθα εδώ», ανέφερε ο Κρις Ραντάνοφ.
Σήμερα, ο Κρις Ραντάνοφ χαίρεται που η ζωή τον έφερε στην Ελλάδα, μια χώρα που θεωρεί πια δεύτερη πατρίδα του, κουβαλώντας πάντα τη δύναμη και τις εμπειρίες που τον διαμόρφωσαν.