Ο Μίμης Πλέσσας άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 99 ετών, 7 μέρες πριν τα 100α γενέθλιά του. Η σύζυγός του, Λουκίλα Καρρέρ, σύμφωνα με αποκλειστικές μας πληροφορίες, βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση από τα ξημερώματα του Σαββάτου 5 Οκτωβρίου που τον αποχαιρέτησε, γι’ αυτό και δεν έχει επικοινωνήσει με όσους προσπαθούν να την εντοπίσουν αφού έκανε γνωστή την είδηση για τον θάνατο του αγαπημένου της άνδρα.
Οι δυο τους ήταν μαζί για πάνω από 35 χρόνια, με εκείνη να έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο πλευρό του, ενώ κάθε φορά που θα βλέπει την κόρη τους, Ελεάννα, η οποία σήμερα θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα θρηνήσει μαζί της, θα τον σκέφτεται – δείτε εδώ τη ζωή του πριν από εκείνη, τον γάμο και το δεύτερο παιδί του.
Το μεγάλο παράπονο του Μίμη Πλέσσα
Ο Μίμης Πλέσσας, ωστόσο, “έφυγε” γεμάτος, καθώς έζησε τεράστιες επιτυχίες, σε κάθε επίπεδο, και είναι σίγουρο πως η μνήμη του θα παραμείνει ζωντανή. Αξίζει, όμως, να σημειωθεί πως είχε ένα παράπονο.
Πιο συγκεκριμένα, πριν από πέντε χρόνια, σε τηλεοπτική συνέντευξη που είχε παραχωρήσει, μιλώντας για τα επιτυχημένα κομμάτια του και τον Γιώργο Κατσαρό, είχε ξεσπάσει για την εκμετάλλευση από τους καλλιτέχνες που έκαναν καριέρα με τα τραγούδια του και αυτό ήταν που τον πονούσε.
«Όλοι με εκμεταλλεύτηκαν. Με άφησε και κανείς ανεκμετάλλευτο; Με την κάκιστη έννοια. Και με αυτά τα τραγούδια έκαναν τις τεράστιες καριέρες τους», είχε πει χαρακτηριστικά.
Για τον Γιάννη Σπανό δήλωνε: «Δεν παίξανε ποτέ μπουνιές οι καριέρες μας. Η συνεργασία του με τη Μπαρντό ήταν αντίστοιχη με τη δική μου με την Αλίκη. Δεν είχε να ζηλέψει ο ένας τον άλλον. Ανταγωνισμός δεν υπήρχε. Μπορούσε κανείς να γράψει αυτά που έγραφα εγώ; Σεβασμός υπήρχε».
Ενώ σε άλλο σημείο εκείνης της συνέντευξης είχε αποκαλύψει για τα βασανιστήρια που πέρασε στην Κατοχή και συγκλόνιζε: «Να πονάνε τα δόντια μου να πονάνε τα νύχια μου. Με λυσσάξανε στο ξύλο στη Γκεστάπο. Μου βγάλανε τα νύχια, μου σπάσανε τα δόντια, μου έριχναν μπουνιές, μου έσπασαν τη γνάθο. Τέτοιο αηδόνι θα παρουσιαζόταν ξανά μετά από πάρα πολλά χρόνια»