Αλίκη Βουγιουκλάκη: Μεγάλη η συγκίνηση στην βάφτιση της "νέας Αλίκης"! Εικόνες μέσα από την εκκλησία!

Ποιοι έδωσαν το "παρών";

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Μεγάλη η συγκίνηση στην βάφτιση της

Μεγάλη ήταν η συγκίνηση στην βάφτιση της "νέας Αλίκης" Βουγιουκλάκη. Οι εικόνες μέσα από την εκκλησία ήταν εντυπωσιακές με το πλήθος κόσμου που έδωσε το παρών.

Το θέμα της βάπτισης, της εγγονής του Αντώνη Βουγιουκλάκη ήταν «Η λίμνη των κύκνων» και ήταν όλα εντυπωσιακά.

Νονοί της κόρης του Αιμίλιου Βουγιουκλάκη, ήταν ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ο Δημήτρης Κιούσης και η Χριστιάνα Παπαγεωργάκη.

Στην βάφτιση βρέθηκαν μεταξύ άλλων, ο Αντώνης Σαμαράς, Μπέσσυ Αργυράκη, Μαίρη Βιδάλη, Άννα Φόνσου, Άριελ Κωνσταντινίδη, Φάνη Πάλη Πετραλιά, Κώστας Πρέκας, Γιάννης Ζουγανέλης, Τάκης Ζαχαράτος καθώς και όλοι οι Δήμαρχοι Νοτιών Προαστίων.

Η συγκίνηση την ώρα του μυστήριου όπως και η χαρά ήταν μεγάλη. Όλοι όμως θα ήθελαν να ήταν εκεί και η Αλίκη Βουγιουκλάκη...

Βουγιουκλάκη

Βουγιουκλάκη

εύκολες συνταγές για μηλόπιτα

Βουγιουκλάκη

Βουγιουκλάκη

Βουγιουκλάκη

Βουγιουκλάκη

Βουγιουκλάκη

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Δεν την είχε "χτυπήσει" μόνο ο καρκίνος! Οι γιατροί είχαν ανακαλύψει και...

Αποκάλυψη "βόμβα" για την Αλίκη Βουγιουκλάκη αρκετά χρόνια μετά! Δεν την είχε "χτυπήσει" μόνο ο καρκίνος! Οι γιατροί είχαν ανακαλύψει και...

Η ηθοποιός γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1934 στην Αθήνα. Ο πατέρας της λεγόταν Ιωάννης Βουγιουκλάκης και καταγόταν από το χωριό Λάγεια της Μάνης και ήταν δικηγόρος και η μητέρα της καταγόταν από το χωριό Μελίσσι της Κορινθίας και είχε και άλλα δυο αδέλφια, τον Αντώνη και τον Παναγιώτη. Η μαμά του μπαμπά της, τραγουδούσε ωραία και απάγγελνε ποιήματα και στιχάκια και ο μπαμπάς του μπαμπά της, ήταν μαρμαρογλύπτης και φιλοτέχνησε το άγαλμα του Κωνσταντίνου Α΄, όπως και πολλά άλλα σπουδαία έργα.

Έτσι οι γονείς βλέποντας να έρχεται ο χαμός του παιδιού τους, φώναξαν έναν παπά για να προλάβουν να το βαφτίσουν πριν γίνει το κακό. Την ημέρα λοιπόν της βάφτισης, για να προστατέψουν το μωρό από ίσως χειρότερο κρύωμα, άπλωσαν από πάνω από την κολυμπήθρα μια κουβέρτα. Την ώρα λοιπόν του μυστηρίου, ένας από τους παρισταμένους δεν πρόσεξε πως κρατούσε το κερί του και έβαλε φωτιά στην κουβέρτα προστασίας του μωρού. Ο πανικός που προκλήθηκε ήταν αναπόφευκτος, αλλά πάνω στην τρέλα που επικρατούσε, το μωρό άνοιξε τα ματάκια του, έβαλε τα κλάματα και από εκείνη την ημέρα και μετά, η υγεία του μωρού άρχισε να πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο.

Από μικρή ηλικία δείχνει τα πρώτα δείγματα αγάπης για το θέατρο, όταν μαζί με τ’ αδέλφια της και μαζεύοντας γείτονες, αλλά και τους δικούς τους, δίνουν συχνά παραστάσεις, από τις οποίες όλοι γελούν και περνούν κάποιες ώρες ευχάριστες, βλέποντας αυτούς τους τρεις μικρούς θεατρίνους.

Σε μικρή ηλικία χάνει τον πατέρα της, όταν εκείνος διατελούσε χρέη νομάρχη στην Τρίπολη, την περίοδο 1941 – 1943. Λέγεται ότι είχε πολύ δεξιές αποκλίσεις και έτσι στα τέλη του 1943, όταν είχε πάει να φέρει τρόφιμα για την οικογένεια του (γιατί εκείνη την εποχή, υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων στην Αθήνα), τον σκότωσαν στην χαράδρα Κυνουρίας. Ο χαμός του πατέρα της, την σημάδεψε για πάντα και τα χρόνια που πέρασαν με μόνο προστάτη της οικογένειας πια την μητέρα της, ήταν αρκετά δύσκολα.

Σε μικρή ηλικία χάνει τον πατέρα της, όταν εκείνος διατελούσε χρέη νομάρχη στην Τρίπολη, την περίοδο 1941 – 1943. Λέγεται ότι είχε πολύ δεξιές αποκλίσεις και έτσι στα τέλη του 1943, όταν είχε πάει να φέρει τρόφιμα για την οικογένεια του (γιατί εκείνη την εποχή, υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων στην Αθήνα), τον σκότωσαν στην χαράδρα Κυνουρίας. Ο χαμός του πατέρα της, την σημάδεψε για πάντα και τα χρόνια που πέρασαν με μόνο προστάτη της οικογένειας πια την μητέρα της, ήταν αρκετά δύσκολα.

Τελειώνοντας το γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου καταφέρνει να πείσει την επιτροπή για το υποκριτικό της ταλέντο και έτσι παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της μητέρας της, αλλά και τον συγγενών του πατέρα της (οι οποίοι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, άλλαξαν γνώμη) και με την αρκετά υψηλή βαθμολογία που πήρε, ξεκινά να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα.

Τότε έμεναν σ’ ένα μικρό σπίτι στο Μαρούσι και για να είναι πιο κοντά στη σχολή της, μετακόμισαν στην Αθήνα, γιατί οι πόροι συντήρησης της οικογένειας, ήταν μόνο η μικρή σύνταξη της μητέρας της. Ήταν τέσσερα άτομα και η ίδια εξομολογείτε, για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, ότι οι μόνες απουσίες που έκανε στη σχολή της, ήταν όταν έβαζε για πλύσιμο την μοναδική φούστα και την μοναδική μπλούζα που είχε.

Η αγάπη της για το θέατρο, την έκανε να ξεχωρίζει στα μαθήματα και στο δεύτερο έτος της σχολής, καταφέρνει να παίξει τον πρώτο επαγγελματικό της ρόλο. Παράλληλα αρχίζει να παίζει και στον κινηματογράφο, με την πρώτη της ταινία «Το ποντικάκι».

Ο ρόλος αυτός προοριζόταν για την Έλλη Λαμπέτη, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί, γιατί δεν είχε χρόνο. Η ταινία δεν πήγε πολύ καλά εμπορικά, αλλά οι εφημερίδες και άλλοι είχαν γράψει πολύ καλά λόγια για την ερμηνεία της (αν και εκείνη είχε απογοητευτεί)και ότι ακόμα και τα δάκρυα της ήταν αληθινά και όχι ψεύτικα όπως γινόταν συνήθως.

Στη σχολή όλοι την έβλεπαν με καχυποψία και αναρτιόντουσαν πως εκείνη παίρνει πάντα τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Μια μέρα μπήκε με κλάματα στο καμαρίνι, μιας μεγάλης ηθοποιούς που έπαιζαν μαζί στις «Φουσκοθαλασσιές», της κυρίας Μιράντας και της παραπονέθηκε ότι όλοι τις κάνουν συνέχεια παρατηρήσεις. Η κυρία Μιράντα την καθησύχασε λέγοντας της να μην στεναχωριέται, γιατί σε πέντε χρόνια θα έχει δικό της θίασο.

Τελειώνοντας το δεύτερο έτος ο Νίκος Χατζίσκου της προτείνει να αντικαταστήσει την Άννα Συνοδινού, η οποία είχε αποχωρίσει από τον θίασο του και να παίξει, επαγγελματικά πάντα, στο έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και φυσικά να κάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η επιτυχία της ήταν αναπόφευκτη. Πηγαίνοντας στο τρίτο και τελευταίο έτος για να πάρει το πτυχίο της, ο Αλέξης Μινωτής, της προτείνει ν’ αφήσει την σχολή για να παίξει σ’ ένα έργο που ήθελε να ανεβάσει ο ίδιος.Αυτό την στεναχώρησε πάρα πολύ, γιατί είχε αντιλήφθη ότι στη σχολή της πια δεν την αντιμετώπιζαν σαν μαθήτρια ή συμμαθήτρια, αλλά σαν αποστάτισσα και σαν ξένη.

Με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ήταν συμμαθητές στη Σχολή και συνέχεια μαλώνανε. Μια φορά η Αλίκη είχε πάρει μια μεγάλη σοκολάτα και ήθελε να την μοιραστεί με κάποιους συμμαθητές της και ο Παπαμιχαήλ πήγε από πίσω της και της την πήρε, για να την φαί μόνος του. Εννοείτε πως η Αλίκη έγινε έξαλλη, αλλάδεν μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο.

Τα προηγούμενα έτη τα είχε τελειώσει με «άριστα» και αυτό το «Λίαν καλώς» της έκατσε αγκάθι και αφού το όνομα της γραφόταν στις εφημερίδες και συζητιόταν παντού, δήλωσε ότι θα παρατήσει το θέατρο, κάτι που πάλι σχολιάστηκε αρνητικά και την θεώρησαν ένα είδος βεντέτας, αφού δεν είχε βγει καλά καλά στο σανίδι και αμέσως είχε αρχίσει να κάνει και τέτοιες δηλώσεις.Μερικά χρόνια αργότερα, η Αλίκη είχε πει για τον Χορν, ότι τον θαύμαζε και ότι χαιρόταν που δεν πραγματοποίησε την απειλή του και δεν εγκατέλειψε το θέατρο, γιατί θα ήταν πραγματικά μια μεγάλη απώλεια για το Ελληνικό θέατρο. Βέβαια ο λόγος για τον οποίον συμπεριφέρθηκε έτσι ο Δημήτρης Χορν, ήταν επειδή έβλεπε ότι ο καθηγητής της Σχολής Αλέξης Σολωμός, είχε μεγάλη συμπάθεια στην Αλίκη και συνέχεια προσπαθούσε να την ανεβάσει, σε σύγκριση με τους άλλους μαθητές που είχαν και εκείνοι ταλέντο.

Κάποιοι συμμαθητές της έβλεπαν, ένιωθαν και βίωνα αυτήν την αδικία εις βάρος τους και γι’ αυτό, προς το τέλος της σχολής κυρίως, άρχισαν να συμπεριφέρονται διαφορετικά απέναντι της και όχι με καλή διάθεση. Την έβλεπαν αλλά τους έλεγε κιόλας ότι εκείνη θέλει να πετύχει και διάλεγε πάντα ρόλους μόνο ενζενί και ποτέ πιο μικρούς.

Η μητέρα της επίσης έπαιξε σημαντικό ρόλο για την επιτυχία της, γιατί ήταν πάντα στο πλευρό της, τουλάχιστον στα πρώτα της βήματα. Από το ντύσιμο, τη περιποίηση, το πώς θα πλάσαρε τον εαυτό της, ξαγρυπνούσε μαζί της και προσπαθούσε να την προετοιμάσει να γίνει μια σταρ.

Λίγο μετά την αποφοίτηση της, κάνει το πρώτο της εξώφυλλο στο περιοδικό «Γυναίκα» και την ίδια περίοδο ποζάρει για διαφήμιση της μπίρας «Φιξ», η οποία αφίσα μπαίνει σε καφενεία και ταβέρνες και ο κόσμος πια, αρχίζει να γνωρίζει καλά το όμορφο μελαχρινό κορίτσι, την νέα ανερχόμενη ηθοποιό. Έτσι οι εκδηλώσεις αγάπης, δεν άργησαν να έρθουν. Σε μια προβολή της νέας της ταινίας «Χαρούμενοι αλήτες» στην Κρήτη, όταν έφτασε στο αεροδρόμιο, είδε τόσο πολύ κόσμο που νόμιζε ότι είχε γίνει κάποιο δυστύχημα. Όταν κατέβηκε από το αεροπλάνο και είδε όλον αυτόν τον κόσμο να έρχεται προς το μέρος της με αγάπη και θαυμασμό, τότε κατάλαβε ότι πλέον είχε πετύχει αυτό που ήθελε.

Οι εφημερίδες άρχισαν να ασχολούνται πλέον πολύ με την ζωή της και εκείνη πλέον δεν έχει προσωπική ζωή, γιατί αρχίζουν τα εξώφυλλα, τα αυτόγραφα, τα πλήθη των θαυμαστών, οι συνεντεύξεις κ.α. Όλοι παραδεχόντουσαν ότι δούλευε πολύ σκληρά για να μπορεί να κρατηθεί στην κορυφή. Όταν έπαιζε με τον Μουσούρη στο έργο «Ωραία μου κυρία», η κυκλοφορία στον δρόμο μπροστά από το θέατρο σταματούσε, λόγο του υπερβολικού κόσμου που πήγαινε να την δει. Μια μέρα μια μεγάλη κυρία μπήκε στο καμαρίνι με τον εγγονό της και την παρακάλεσε να την δει λίγο (ο εγγονός), γιατί θα της πάθαινε τίποτα. Η Αλίκη αυθόρμητα έσκυψε και φίλησε τον τρεμάμενο δεκαεπτάχρονο και εκείνος από την συγκίνηση λιποθύμησε. Τόσο μεγάλα πάθη δημιουργούσε η παρουσία της, όπου βρισκόταν.

Ποτέ της δεν τσακώθηκε με δημοσιογράφο και ούτε αντιδρούσε σε ότι και αν της είχαν πει ή γράψει, γιατί ήταν σωστή επαγγελματίας. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και ήθελε να κάνει πολλά. Όταν της είχαν ζητήσει να βγει φωτογραφία με τον γιο της για να την βάλουν εξώφυλλο, εκείνη αρνήθηκε πεισματικά λέγοντας ότι το παιδί της δεν θα το βγάλει στο εμπόριο, για να πουληθούν φύλλα. Την ίδια αντιμετώπιση προς τους δημοσιογράφους είχε και όταν χώριζαν με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Δεν ήθελε να γράφετε τίποτα που να τον έθιγε, γιατί έλεγε πως ήταν ο πατέρας του παιδιού της και δεν ήθελε ν’ ακούγετε τίποτα κακό γι’ αυτόν.
Με την «Αστέρω» πήγε στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1959, με «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» πήγε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960, ως μια από τις καλύτερες ταινίες της πενταετίας και ακόμα πήγε και στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1961 και με την «Μανταλένα» πήγε στο Α΄ Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1960, όπου κέρδισε τρία βραβεία και στο Φεστιβάλ των Καννών το 1961.