Τεράστια θλίψη και οργή επικρατεί στην Ελλάδα τα τελευταία εικοσιτετράωρα εξαιτίας των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών όπου έχουν καεί αμέτρητες δασικές εκτάσεις, οι ζωές των ζώων αλλά και οι κόποι ανθρώπων που πλέον έχουν γίνει στάχτη.

Αρκετά είναι τα πρόσωπα τα οποία μέσα από τα social media δημοσιεύουν τις δικές τους απόψεις σχετικά με το τι συμβαίνει. Ανάμεσά τους είναι και η Νατάσα Μποφίλιου η οποία μέσα από τον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram έγραψε χαρακτηριστικά: «Το σπίτι είναι ένα καμένο δάσος. Η στάχτη είναι η σκιά μου. Η φωτιά είναι τα μάτια μου. Το μέλλον είναι ένα τσίγκινο τασάκι κι εγώ μέσα σε όλα αυτά προσπαθώ να μάθω να αναπνέω ξανά.
Να ρουφάω καπνό και να φυσάω ζωή. Όμως ως πότε μπορεί ένας άνθρωπος να ζει σε ένα φουγάρο; Καμιά αισιοδοξία. Μόνο πόνος».

Δείτε παρακάτω την ανάρτηση της Νατάσας Μποφίλιου

«Μικρέ μου η φύση δεν μας έχει ανάγκη»

Σοκαρισμένη με τις φωτιές είναι η Βανέσα Αδαμοπούλου, η οποία προχώρησε σε μια συγκλονιστική ανάρτηση στα social media. Η ίδια στάθηκε μπροστά στις φωτιές και σόκαρε με τα λόγια της, λίγο μετά τον χωρισμό της με τον Ιωάννη Παπαζήση.

Η γνωστή ηθοποιός λοιπόν δημόσιευσε στον προσωπικό της λογαριασμό στο instagram την εν λόγω φωτογραφικά, από τις φωτιές που έζησε από κοντά καθώς βρισκόταν για διακοπές.

«Επιστρέφω σπίτι από ολιγοήμερες διακοπές. Διακοπές ζωσμένη ολόγυρα από φωτιές. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων καίγονται εκτάσεις, ζώα, ντουβάρια. Η μυρωδιά του καπνού ντουμανιάζει τα πάντα. Ένα θολό νέφος υψώνει τοίχος ίσαμε τον ουρανό. Μπάνια απελπισία. Μα κάπου κάπου ξεχνιέμαι και τσαλαβουτώ στα νερά σα βρέφος. Προσεύχομαι και τρομάζω. Ο αέρας που και που αλλάζει κι η μυρωδιά του καμένου χάνεται -μα όχι κι οι φωτιές. Παρ’ όλα αυτά απελπισία. Μαζί κι οδύνη. Σήμερα βγαίνω να απλώσω τα λερωμένα των διακοπών. Ο ουρανός καθαρός, η ατμόσφαιρα καλή. Πουθενά για την ώρα καπνός ή μυρωδιά απελπισίας. Φαίνεται σήμερα ο αέρας μας λυπήθηκε.

Κοιτώ το παρκαρισμένο ποδήλατο του γιου μου στην άκρη του μπαλκονιού. Χαμογελώ. Και μηχανεύομαι τρόπους να του εξηγήσω τ’ ανεξήγητα, αύριο που θα τον ξαναδώ. Θα με ρωτήσει, ‘μαμά, γιατί πιάσαμε φωτιές;’. “Κάποιοι κακοί” θα του πω “βάλανε τις φωτιές, ή κάποιοι, διάολε, αναίσθητοι, απρόσεχτοι κι ακατάλληλοι προκάλεσαν πυρκαγιά”. Στη φαντασία του μικρού μου οι κακοί, μάλλον, θα μοιάζουν με τρομαχτικές καρικατούρες τεράτων. Οι κακοί πάντοτε κάνουν πράγματα κακά. Οπότε για την ώρα διαφυλάττω ακέραιη την υπόληψη του ανθρώπινου είδους. Για να μην τρομάξει με τους ανθρώπους- όχι, δε θα το ήθελα αυτό.

Μαζί με εκείνους τους “κακούς” βρίσκονται κι ένας σκασμός “καλοί’ που τρέχουν να βοηθήσουν- αυτόνομα, ανεξάρτητα κι αυτοβούλως. Κι αυτοί είναι η χαρά της ανθρωπιάς. Το μεγαλείο του ανθρώπινου είδους -τούτο, λοιπόν, θα του πω. Το μάτι μου παίρνει τις στάχτες χάμω στα πλακάκια. Στάχτες ζωής. Ποιανού στάχτες είναι άραγε αυτές; Ποιου δέντρου ή ποιας ύπαρξης; Η απελπισία πάει να με πιάσει απ’ το λαιμό.Πολλών λεπτών σιγή για τα πεθαμένα δέντρα και τις καμένες σάρκες. Κι είναι ώρα τώρα που με γυροφέρνει μια μέλισσα. Όσο απλώνω σουλατσάρει ανάμεσα στα σχοινιά. Την ξέρω- είναι στο μπαλκόνι μου μέρες. Ίσως την κρατά εδώ το λάστιχο που στάζει μιαν ιδέα νερό στο πλακάκι. Δεν υπήρξα ποτέ, μα το Θεό, ρομαντική, μα τούτη εδώ η μέλισσα μου δίνει τώρα μιαν ελπίδα ξεδιάντροπη. Πως τίποτα ακόμα δε χάθηκε.

Αυτό έχω ανάγκη τώρα να σκεφτώ. Να μην ξεχάσω, λοιπόν, και τούτο να του πω: “Μικρέ μου, η φύση δε μας έχει ανάγκη. Την έχουμε όμως, διάολε, απελπιστικά εμείς!”»