Υπόθεση Λιγνάδη: Νέο δικαστικό κεφάλαιο ανοίγει - Έφεση άσκησε η εισαγγελία Εφετών

Δείτε αναλυτικά

Δάφνη Επιθυμιάδη
Youweekly Editor
Υπόθεση Λιγνάδη: Νέο δικαστικό κεφάλαιο ανοίγει - Έφεση άσκησε η εισαγγελία Εφετών

Η αποφυλάκιση του σκηνοθέτη Δημήτρη Λιγνάδη, παρά την καταδίκη του σε 12 χρόνια για δύο βιασμούς, προκάλεσε την αντίδραση πολλών ανθρώπων και κυρίως αυτών που ανήκουν στο θέαμα. Τις τελευταίες μέρες παρ' όλα αυτά αρκετά είναι και τα δημοσιεύματα συμπόνιας προς το πρόσωπό του, όπως ένα που ανέβηκε στην Καθημερινή και προκάλεσε την αντίδραση της ηθοποιού Λένας Δροσάκη.

Και έρχεται τώρα η εισαγγελία Εφετών και ανοίγει νέο δικαστικό κεφάλαιο για την υπόθεση Λιγνάδη μετά την έφεση που άσκησε, σύμφωνα με πληροφορίες, κατά δύο σκελών της πρόσφατης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας.

Σε ποια σημεία της απόφασης ασκήθηκε έφεση από την Εισαγγελέα

Ειδικότερα, η εισαγγελέας Eφετών Βασιλική Χαλβά, άσκησε έφεση στο σκέλος εκείνο της απόφασης με την οποία ο Δημήτρης Λιγνάδης, κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, αθώος για την πρώτη κατηγορία σε βάρος του και συγκεκριμένα για βιασμό ανηλίκου άνδρα, το 2011.

Η εισαγγελέας έκρινε ότι από την ακροαματική διαδικασία, τα στοιχεία, τους μάρτυρες και την μαρτυρία του ίδιου του μηνυτή, προκύπτει πως το συγκεκριμένο αδίκημα έχει τελεστεί.

Ακόμη, η εισαγγελική λειτουργός άσκησε έφεση και κατά του σκέλους εκείνου της απόφασης που αφορά το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν στον Δημήτρη Λιγνάδη για τις δυο περιπτώσεις βιασμών για τις οποίες κρίθηκε ένοχος. Κατά την κρίση της εισαγγελικού λειτουργού στον πρώην καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου θα έπρεπε να επιβληθούν μεγαλύτερες ποινές και στις δυο περιπτώσεις βιασμών για τις οποίες καταδικάσθηκε.

Κατά την εισαγγελέα οι μεγαλύτερες ποινές θα έπρεπε να έχουν επιβληθεί στον σκηνοθέτη και ηθοποιό, λόγω της απαξίας και της βαρύτητας της πράξης, της βλάβης που προξένησε στα θύματα, της έντασης του δόλου, αλλά και της εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης κάθε παθόντα λόγω της ανηλικότητάς τους.

Υπόθεση Λιγνάδη

Η ανακοίνωση του ΔΣΑ

Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας με αφορμή τις σφοδρές αντιδράσεις για την υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, έκανε ψήφισμα όπου καταδικάζει «οποιαδήποτε προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης σε υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι καταδικαστέα, ιδίως όταν προέρχεται από πρόσωπα με θεσμικό ρόλο».

Ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας επισημαίνει ταυτόχρονα, σχετικά με την υπόθεση Δημήτρη Λιγνάδη, πως ο κατηγορούμενος, θεωρείται αθώος μέχρι την έκδοση «αμετάκλητης καταδικαστικής δικαστικής απόφασης και η βασική αυτή αρχή δεν πρέπει να κάμπτεται από οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο».

Την ίδια στιγμή τονίζει ότι οι «δικαστικές αποφάσεις προφανώς και επιδέχονται κριτικής, η οποία όμως δεν μπορεί να καταλήγει σε συλλήβδην απαξίωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας».

Το ΔΣ του ΔΣΑ, με αφορμή τις δημόσιες τοποθετήσεις και αντιδράσεις, που εκδηλώνονται μετά τις πρόσφατες ποινικές υποθέσεις που απασχόλησαν και απασχολούν την ελληνική κοινωνία, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

1. Το ΔΣ του ΔΣΑ θεωρεί εύλογο και αναμενόμενο το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την εξέλιξη υποθέσεων με ειδεχθή εγκλήματα και ιδίως όταν αυτά διαπράττονται κατά ανηλίκων καθώς επίσης και την έκφραση γνώμης και κριτικής από τους πολίτες.

2. Κορωνίδα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στο πεδίο του ποινικού δικαίου, αποτελεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής δικαστικής απόφασης και η βασική αυτή αρχή δεν πρέπει να κάμπτεται από οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο.

3. Σε μία δημοκρατική και ευνομούμενη Πολιτεία, η Δικαιοσύνη απονέμεται από τα Δικαστήρια, σύμφωνα με τους θεσμοθετημένους ουσιαστικούς και δικονομικούς κανόνες, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται έναντι όλων, χωρίς καμία διάκριση. Οποιαδήποτε προσπάθεια επηρεασμού της δικαστικής κρίσης σε υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι καταδικαστέα, ιδίως όταν προέρχεται από πρόσωπα με θεσμικό ρόλο.

4. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως γίνεται υποκειμενικά αντιληπτό, δεν μπορεί να προδικάζει το αποτέλεσμα της δικαστικής κρίσης, πέραν της κείμενης νομιμότητας, ούτε δικαιολογείται να υποκινεί φαινόμενα ποινικού λαϊκισμού, όπως, δυστυχώς, έχουμε διαπιστώσει, κατ’ επανάληψη, από τις σχετικές κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες.

5. Οι δικαστικές αποφάσεις προφανώς και επιδέχονται κριτικής, η οποία όμως δεν μπορεί να καταλήγει σε συλλήβδην απαξίωση της δικαιοδοτικής λειτουργίας.

6. Η διάταξη του άρθρου 497 παρ. 8 ΚΠΔ, όπως ισχύει μέχρι σήμερα μετά την τελευταία τροποποίησή της με το Ν. 3904/2010, κινείται σε σωστή κατεύθυνση και η εφαρμογή της εναπόκειται αποκλειστικά στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι τη δυνατότητα αυτή αποστερήθηκαν τα δικαστήρια για ήσσονος ποινικά αδικήματα μετά την πρόσφατη τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 187 ΠΚ.

7. Εχέγγυο ασφάλειας της δικαστικής κρίσης αποτελεί ο έλεγχος της υπόθεσης από πλείονες βαθμούς δικαιοδοσίας.