Το πρωί της Τρίτης (18/4) στην ψυχαγωγική εκπομπή «Πρωινό» βρέθηκε καλεσμένη η Αγγελική Ηλιάδη. Η γνωστή τραγουδίστρια μίλησε στην εκπομπή του ΑΝΤ1, τόσο για την προσωπική της ζωή, όσο και για την επαγγελματική της πορεία στον χώρο του τραγουδιού και της μουσικής.
Συγκεκριμένα, η Αγγελική Ηλιάδη αναφέρθηκε στην οικογένεια της, με τους δύο γιούς της, τον λόγο που προτιμά τα αγόρια, απ΄πο τα κορίτσια (δείτε εδώ τα λόγια της), το φλέρτ, αλλά κλήθηκε να απαντήσει για την παρεξήγηση με την Καίτη Γκρέϋ (δείτε εδώ τον λόγο).
Οι δηλώσεις της Αγγελική Ηλιάδη για την Καίτη Γκρέϋ
«Συγκινούμαι τώρα… Πέρασα μία πολύ δύσκολη περίοδο με τον θάνατο του μπαμπά μου. Έχω ένα θέμα γενικά σαν άνθρωπος. Δεν μπορώ τις αρρώστιες, δεν μπορώ αυτή την κατάσταση της γιαγιάς μου που θυμάται ελάχιστα πράγματα. Η μητέρα μου είναι πάρα πολύ κοντά της και συνέχεια μαθαίνω για την υγεία της», είπε αρχικά η Αγγελική Ηλιάδη.
«Θέλω να τη δω, απλά ο λόγος που είχα απομακρυνθεί είναι γιατί ορισμένες φορές, όταν έχουμε να διαχειριστούμε πολλά πράγματα, δε μπορούμε να βάλουμε άλλο ένα μέσα μας. Ξέρω τα όριά μου ως άνθρωπος και επειδή θέλω να είμαι υγιής ψυχικά, και επειδή μεγαλώνω και δύο παιδιά, προσπαθώ να λύνω τα θεματάκια μου όμορφα, ωραία, ήρεμα. Εννοείται ότι θέλω να τη δω, δεν ξέρω αν θα με αναγνωρίσει. Αυτή είναι η αλήθεια. Έχει κάποιες στιγμές που μπορεί να θυμηθεί, αλλά τις περισσότερες δε θυμάται. Η μαμά μου είχε υποσχεθεί στον μπαμπά μου ότι θα τη φροντίζει», συνέχισε η τραγουδίστρια.
Να υπενθυμίσουμε ότι, ο Νίκος Νικόλιζας έσπευσε να κάνει μία ανάρτηση με την λαϊκή τραγουδίστρια, στο Facebook, διαψεύδοντας έτσι τις φήμες περί άνοιας (δείτε εδώ την ανάρτησή του).
Ο εν λόγω δημοσιογράφος μέσα από την Espresso, που εργάζεται έκανε μια εκτενή και αναλυτική περιγραφή, των όσων έζησε το Σάββατο 8/4 από τη συνάντησή του με την Καίτη Γκρέυ με πολλά σημεία να είναι συγκινητικά!
«Όσα παρακάτω θα σας διηγηθώ είναι ακριβώς όσα έζησα στο σπίτι της Καίτης Γκρέυ στη Νέα Σμύρνη το μεσημέρι του Σαββάτου. Η αλήθεια είναι ότι είχα να βρεθώ περίπου ενάμιση μήνα κοντά της. Αφού πήραμε άδεια από την οικογένεια για να πάμε με τον ιερέα που θα την κοινωνούσε, βρεθήκαμε στο σπίτι της. Μεσημέρι Σαββάτου. Η ίδια κοιμόταν.
Η αγαπημένη της οικονόμος Βαλεντίνη πηγαίνει πάνω από το προσκεφάλι της και της ψελλίζει: “Ήρθε ο Νικάκης. Σήκω, Καίτη μου”. Η υπερήλικη ερμηνεύτρια ανοίγει τα μάτια της. Μάλλον δεν το πίστεψε, γιατί είχα να βρεθώ εκεί πάνω από έναν μήνα. Πηγαίνω και της λέω στο αυτί: “Ήρθα, κυρία Καίτη. Σήκω να πιούμε καφέ». Με μια στροφή γυρίζει, με κοιτάζει και με παράπονο λέει: “Γιατί άργησες να έρθεις; Γιατί, Νικάκι;”.
Μόλις και μετά βίας μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Ο πατέρας Κύριλλος με το άγιο ποτήρι, συγκινημένος, σκύβει και τη μεταλαμβάνει και εκείνη κάνει τον σταυρό της. Η σκηνή είναι σαν τη μελό ταινία “Ορφανή στα ξένα χέρια” στην οποία πρωταγωνιστούσε τη δεκαετία του ’60. “Πιστεύεις στον Θεό;” τη ρωτάει ο σεβάσμιος ιερέας, με την ερμηνεύτρια να του απαντάει απορημένη: “Πάτερ, είναι δυνατόν; Αν δεν πιστεύω στον Θεό, πού θα έπρεπε να πιστεύω;”.
Πιο δυνατή από ποτέ και αφού έχει τελειώσει την προσευχή του ο ιερέας, σηκώνεται για να πάμε στην κουζίνα. Το βλέμμα της, πιο καθαρό από ποτέ. Τα λόγια της τρυπάνε την καρδιά. “Είμαι πολύ απογοητευμένη από το κράτος. Κανένας δεν έχει πάρει ένα τηλέφωνο να δει αν ζω ή αν πέθανα. Αν θέλω ένα πιάτο φαΐ. Κι εγώ κάτι έδωσα σε αυτή τη χώρα” λέει και με κλάματα βγαίνω έξω, πρώτος, από το δωμάτιό της.
Στην κουζίνα ο καφές είναι έτοιμος. Καθόμαστε στην ίδια θέση, όπως εδώ και 30 ολόκληρα χρόνια. Της ζητάω να θυμηθεί πότε πρωτογνωριστήκαμε. “Πάνε πολλά χρόνια. Εσύ κρατάς αρχείο” μου λέει και της θυμίζω ότι φέτος 31 Ιουλίου κλείνουμε 30 χρόνια φιλίας, αφού τη γνώρισα σε συναυλία του Γιώργου Μητσάκη στο Βεάκειο του Πειραιά. Χαμογελάει και μου πιάνει ζεστά το χέρι. Γυρίζει προς τον πατέρα Κύριλλο και συγκινημένη του λέει: “Αυτός είναι ο θετός μου γιος. Μαζί τα έχουμε περάσει όλα”.
Η συνάντηση αυτή σήκωνε πολλή κουβέντα. Η ίδια είχε απίστευτη διαύγεια και όλοι είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο πατέρας Κύριλλος, θέλοντας να αποφορτίσει το κλίμα, της ζητάει να τραγουδήσουν μαζί ένα τραγούδι του ’53, το “Ποτέ τη μάνα μην πικραίνεις”. Αρχίζει πρώτα εκείνος, με δακρυσμένα μάτια, και μετά μπαίνει εκείνη στο ρεφρέν. Κανείς δεν πίστευε πως θα θυμόταν τους στίχους. Κοιταζόμαστε μεταξύ μας με μεγάλη έκπληξη. Της ζητάει να ερμηνεύσει και την τελευταία της μεγάλη επιτυχία “Μια γυναίκα μόνο ξέρει”. “Κάνε μου το χατίρι” της λέει και της πιάνει το χέρι. “Χωρίς ορχήστρα είναι δύσκολα όλα αυτά” του απαντάει και αρχίζει να του ψελλίζει το τραγούδι.
Σε αυτή τη συνάντηση θυμήθηκε πολλά. Τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, την αφίσα και τα παρασκήνια που είχαν από το σχήμα στο Διογένης Παλλάς με την Πόλυ Πάνου και τη Μαίρη Λίντα. Μιλήσαμε για τα υπέροχα μαλλιά και δόντια της, που θα τα ζήλευαν ακόμα και 40άρες. “Και τα δόντια και τα μαλλιά είναι δικά μου” μας λέει γελώντας και καμαρώνοντας που ο χρόνος περνάει από πάνω της χωρίς να την έχει αλλοιώσει.
Η ώρα έχει φτάσει σχεδόν 5 το απόγευμα. “Πιάστηκα στην καρέκλα” μας λέει, δείχνοντας κουρασμένη. Της ζητάμε να βγάλουμε ορισμένες φωτογραφίες. “Όταν μου είπε η Βαλεντίνη ότι θα έρθει ο ιερέας, χάρηκα τόσο πολύ” μου λέει και με σφίγγει στην αγκαλιά της αποχαιρετώντας με. ”Νικάκι, μη χάνεσαι. Σε περιμένω σύντομα” λέει, με τον ιερέα να αποκρίνεται: “Σήμερα μου δώσατε τόση ευτυχία όση δεν έχω πάρει σε όλη μου τη ζωή”. “Το σπίτι μου είναι ανοιχτό πάντα. Θα γιορτάσουμε και τα γενέθλιά μου” του λέει και μας αποχαιρετάει», αναφέρει ο Νίκος Νικόλιζας.