Μεγάλη συγκίνηση προκάλεσε το πανό, που σηκώθηκε την Τετάρτη 3/1 στο γήπεδο της Τούμπας στον αγώνα ΠΑΟΚ – ΟΦΗ με τους φίλους του δικεφάλλου του Βορρά να τιμούν τον Βασίλη Καρρά λίγες ημέρες με τον θάνατό του σε ηλικία 70 ετών.
Ο τραγουδιστής με καταγωγή από το Κοκκινοχώρι Καβάλας ήταν γνωστό, πως είχε μεγάλη αγάπη για την ομάδα του Βορρά. Έτσι λοιπόν παρά το γεγονός, πως ο σημερινός αγώνας στην Τούμπα έγινε κεκλεισμένων των θηρών για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας – το πανό στη μνήμη του Καρρά δεν έλειψε μπροστά από τις κερκίδες του γηπέδου.
Τα συνθήματα προκαλούν ρίγη συγκίνησης από τους φίλους του ΠΑΟΚ τιμώντας τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή με ασπρόμαυρο πανό λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του (δείτε εδώ την τελευταία επιθυμία του Βασίλη Καρρά).
Το πανό του ΠΑΟΚ στη μνήμη του Βασίλη Καρρά
«ΠΑΟΚ, ΟΥΊΣΚΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΡΡΆ ΟΙ ΔΊΣΚΟΙ», «Καλό ταξίδι μάγκα, Παοκτσή Βασίλη Καρρά», αναγράφει το πανό.
https://twitter.com/xristos1papa/status/1742587002447356405
Βασίλης Καρράς: Η οικογένεια, ο “πόλεμος” και τα πισώπλατα μαχαιρώματα
«Βρήκα πόνο, στεναχώρια, μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, να σε κάνει δικό του, τότε γίνεσαι μεγάλος που έλεγε και ο κ. Μάτσας. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει, τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, όπως είσαι, όλα τα κερδίζεις. Και όταν λες αλήθεια. Για να πεις ένα ψέμα, έχεις άλλα δέκα από πίσω.
Κανένα ξεκίνημα δεν είναι απλό! Πήγαινα με τον αδελφό μου και κολλούσα τις αφίσες στον δρόμο και με είχε πιάσει η αστυνομία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Έκανα τότε δύο και τρεις δουλειές. Στα πρώτα μου βήματα με είχε στηρίξει ο Μίμης Πλέσσας. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει, ούτε η πόρτα αν δεν το χτυπήσεις εσύ.
Το 1959 ήμουν 8-9 χρονών, είχε βγει το τραγούδι του Καζαντζίδη το “Τελευταίο βράδυ μου”. Γίνεται ένας γάμος στο χωριό και μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και δεν το έβαλα κάτω, έκανα αμέτρητες δουλειές. Δεν άφηνα καμία να πέσει κάτω. Μετά έχασα τον πατέρα μου στα 17. Ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια. Θύμωνε η μάνα μου όταν πήγαινα μαζί της στα σπίτια που καθάριζα, δεν ήθελε.
Είμαι σε ένα ταβερνάκι με τους φίλους μου και είχε βγει το τραγούδι “Δελφίνι, δελφινάκι”, και έτσι όπως τραγουδούσαμε μου είπε ένας που έπαιζε ακορντεόν να τραγουδάω. Ντρεπόμουν αλλά μέσα μου καιγόμουν! Ήταν ένα μαγαζί που είχε μισό πρόγραμμα με λαϊκό και θα έλεγα 5-6 τραγούδια. Η πρεμιέρα είχε τόσο κόσμο όσο είχα σήμερα. Ήρθε η αστυνομία, ήρθαν μηχανές. Έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί και συνέχιζε αυτό να γίνεται. Εκεί άρχισα να νιώθω μια φλόγα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να παρατήσω και την άλλη δουλειά (σσ. μηχανικός)», ανέφερε.
«Είχα έναν περίεργο εγωισμό μέχρι τα 35-40 μου. Ήθελα να φιλοξενώ τους μεγάλους εκεί που δούλευα. Και το κατάφερα στη Θεσσαλονίκη. Τους έπαιρνα για 10 μέρες για να με ξεκουράζουν και κρατούσα την έδρα μου. Έπαιρνα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Βαρδή για να ξεκουραστώ. Ήθελα να κάνω συνεργασίες με μικρότερούς μου και το πέτυχα, μου βγήκε σε καλό.
Από το 1990 άρχισε να με γνωρίζει καλά η Ελλάδα. Μετά το Νύχτα ξελογιάστρα άνοιξαν οι πόρτες. Ήρθα στην Αθήνα για να βρω τραγούδια, το βλαχάκι από το χωριό. Πάω σε έναν δικό μας από τον Βορρά και του λέω να μου γράψει το δίσκο. Μου λέει “Θα μου δώσεις 800.000 δραχμές”. Ήμουν αποφασισμένος να μπω στην αγορά. Περιμένω ένα μήνα, δύο. Ανεβαίνω στο αεροπλάνο και ζητάω ένα χαρτάκι και ένα στυλό και γράφω το πρώτο μου τραγούδι. Λέω “αυτοί μπορούν, με κοροϊδεύουν και εγώ δεν μπορώ;”. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, από αντίδραση και είμαι ευχαριστημένος. Με κορόιδευαν για να κερδίσουν τα χρήματα.
Τα παράτησα κάποια στιγμή. Τα παράτησα γιατί κουράστηκα με τα μαχαιρώματα. Όταν ήρθα στην Αθήνα έφαγα μεγάλο πόλεμο, δεν γράφεται σε βιβλίο. Με ανάγκασαν να βάλω φρουρά στο σπίτι μου. Τι δουλειά έχει η φρουρά; Δεν έχω πειράξει άνθρωπο και λες “γιατί ρε γαμώτο;”. Πέρασα τρία χρόνια δύσκολα μέχρι που πούλησα το σπίτι μου», είχε πει ο Βασίλης Καρράς σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Ενώπιος Ενωπίω,
Δείτε επίσης: 2η ηχηρή απουσία από την κηδεία του – «Με την Χριστίνα, τη σύζυγό του, μιλήσαμε…»