Xειμερινές εκπτώσεις: Πότε ξεκινούν και πόσο θα διαρκέσουν

Ποιες Κυριακές θα είναι ανοιχτά τα καταστήματα;

Ελένη Ζουγανέλη
Youweekly Editor
Φωτογραφία αρχείου ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI)
Φωτογραφία αρχείου ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΕΜΠΑΠΗΣ/EUROKINISSI)

Με το τέλος των γιορτών των Χριστουγέννων, ξεκινούν και οι χειμερινές εκπτώσεις για το 2024 οι οποίες θα διαρκέσουν για περίπου ενάμιση μήνα σε όλα τα καταστήματα. Μάλιστα, τα μαγαζιά θα είναι ανοιχτά και μια Κυριακή του μήνα αυτού.

Πότε ξεκινούν οι χειμερινές εκπτώσεις

Οι χειμερινές εκπτώσεις λοιπόν ξεκινούν στις 8 Ιανουαρίου και πρόκειται να διαρκέσουν μέχρι και τις 29 Φεβρουαρίου. Παράλληλα, τα καταστήματα προβλέπεται να ανοίξουν ξανά την πρώτη Κυριακή των χειμερινών εκπτώσεων, δηλαδή στις 14 Ιανουαρίου, με προτεινόμενο ωράριο από τις 11 έως τις 18:00.

Τα σουπερμάρκετ δεν ακολουθούν το λιανεμπόριο, ειδικά στις εκπτωτικές περιόδους, σε ό,τι αφορά το άνοιγμα των καταστημάτων τους.

Δείτε επίσης: Χειμερινές εκπτώσεις 2024 - 8 κομμάτια στα οποία πρέπει να επενδύσεις ASAP

Ξεκινούν σήμερα 11/7 οι εκπτώσεις

Τι πρέπει να προσέχουν οι καταναλωτές

1 Στα καταστήματα πρέπει να υπάρχουν αναρτημένες αναγγελίες ότι πραγματοποιούνται εκπτώσεις.

2 Εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπονται και η αναγραφή και η εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η αναγραφή παλαιάς και νέας τιμής είναι επιβεβλημένη, ενώ συμπληρωματικά δίνεται η δυνατότητα αναγραφής ποσοστού έκπτωσης.

3 Εφόσον παρέχεται μειωμένη τιμή σε περισσότερα από το 60% του συνόλου των πωλούμενων ειδών, η επίδειξη του παρεχόμενου ποσοστού έκπτωσης επιβάλλεται. Οπότε, πρέπει να αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία.

4 Εάν υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, πρέπει να αναγράφεται το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …% έως …%»). Σε κάθε άλλη περίπτωση πρέπει να αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο ποσοστό.

5 Δεν πρέπει να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ εκπτώσεων και προσφορών. Οι εκπτώσεις αφορούν προϊόντα της σεζόν, ενώ οι προσφορές, όπου η έκπτωση είναι ιδιαίτερα υψηλή, αφορούν, συνήθως, είδη παρωχημένης εποχής.

6 Στην περίπτωση προσφορών, θα πρέπει να υπάρχει αναρτημένη πινακίδα που να αναφέρει ότι γίνονται προσφορές. Τα προϊόντα πρέπει να φέρουν την αρχική τιμή και την τιμή προσφοράς (όχι το ποσοστό έκπτωσης).

7 Στις προσφορές, συχνά, αναγράφεται ότι δεν γίνονται αλλαγές, δηλαδή, αν μετανιώσει ο καταναλωτής για την αγορά του, δεν θα έχει δυνατότητα αλλαγής.

8 Κάποια καταστήματα διαφημίζουν μεγάλα ποσοστά εκπτώσεων σε ένα ή ελάχιστα είδη τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι και τα υπόλοιπα είδη τους είναι φθηνότερα, σε σχέση με αντίστοιχα είδη άλλων καταστημάτων.

9 Είναι σημαντική η ενημέρωση για τις λεπτομέρειες και τους όρους της συναλλαγής, όταν ο καταναλωτής αγοράζει προϊόντα με δόσεις.

10 Ο πωλητής οφείλει να παρέχει στον καταναλωτή κάθε πληροφορία σχετική με το προϊόν (σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2251/94) πριν ο τελευταίος προβεί σε αγορά.

11 Οι έμποροι είναι υποχρεωμένοι να αλλάζουν τα προϊόντα που φέρουν ελάττωμα και αγοράστηκαν κατά την περίοδο των εκπτώσεων, εκτός εάν το προϊόν είναι σε προσφορά λόγω συγκεκριμένου ελαττώματος και εφόσον έχει ενημερωθεί για αυτό ο καταναλωτής σχετικά, πριν από την αγορά με ανάλογη πινακίδα.

12 Μόνο με απόδειξη αποδεικνύεται η αγορά σε περίπτωση ελαττωματικού προϊόντος.

13 Καλό είναι οι καταναλωτές να ζητούν τις οδηγίες χρήσης του προϊόντος και τους όρους της εγγύησής του στην ελληνική γλώσσα.

14 Σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 4177/2013, σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και, πάντως, όχι κατώτερο από 5.000 ευρώ.

15 Στην επιβαρυντική περίπτωση που οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό τους ή ως προς την ακρίβεια των αναγραφόμενων τιμών ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση του καταναλωτή, επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 1% του ετήσιου κύκλου εργασιών και, πάντως, όχι κατώτερο από 10.000 ευρώ.