Βασίλης Καρράς: «Είμαστε πολύ λίγοι μπροστά σε όλον αυτόν τον κόσμο...» - Η ανακοίνωση της οικογένειας

Τι είπε ο αδερφός του

Ιωάννα Βουτσή
Youweekly Editor
NDPPHOTO / ΝΙΚΟΣ ΖΟΤΟΣ
NDPPHOTO / ΝΙΚΟΣ ΖΟΤΟΣ

Σε κλειστό οικογενειακό κύκλο τελέστηκε το πρωί της Τρίτης 2/1 το μνημόσυνο για τις 9 μέρες μετά τον θάνατό του Βασίλη Καρρά, με τους συγγενείς του να έχουν ζητήσει να μην παραστούν δημοσιογράφοι και κάμερες (δείτε ποια ήταν η τελευταία του επιυμία).

Υπενθυμίζουμε ότι ο αγαπημένος τραγουδιστής έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 70 ετών το απόγευμα της Κυριακής 24 Δεκεμβρίου, ύστερα από την μεγάλη μάχη που έδινε αρκετό καιρό τώρα με τον καρκίνο ενώ η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δύο μέρες αργότερα.

Η ανακοίνωση της οικογένειας του Βασίλη Καρρά

Το πρωί της Τετάρτης 3/1, ο δημοσιογράφος του Πρωινού, επικοινώνησε με την οικογένεια του Βασίλη Καρρά και πιο συγκειρμένα με τον αδερφό του. Ο ίδιος μετέφερε την επιθμίας της οικογένειας να μην δώσουν καμία άλλη συνέντευξη, τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας, αφού πενθούν τον αγαπημένο τους Βασίλη.

«Αυτές τις ημέρες είμαστε όλοι στα χαμένα, μέχρι να σταθούμε τα πόδια μας. Δεν φεύγει αυτή η πληγη ποτέ. Εγώ είμαι πολύ λίγος για να πω κουβέντες. Τις είπε ο κόσμος που του έδειξε όλη του την αγάπη, που τον τίμησε. Δεν χωράει καμία συνέντευξη από την οικογένεια μας. Τι να πούμε. Είμαστε πολύ λίγοι μπροστά σε όλον αυτόν τον κόσμο. Όλα λιτά και απλά όπως ήταν ο Βασίλης» ανέφερε ο αδερφός του.

Η συνέντευξη του Βασίλη Καρρά στο Ενώπιος Ενωπίω

«Βρήκα πόνο, στεναχώρια, μεγάλες χαρές. Μέχρι να σε βάλει ο κόσμος στο σπίτι του, να σε κάνει δικό του, τότε γίνεσαι μεγάλος που έλεγε και ο κ. Μάτσας. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να πετάει, τον πρόλαβα στο τσακ. Όταν είσαι αυτός που είσαι, όπως είσαι, όλα τα κερδίζεις. Και όταν λες αλήθεια. Για να πεις ένα ψέμα, έχεις άλλα δέκα από πίσω.

Κανένα ξεκίνημα δεν είναι απλό! Πήγαινα με τον αδελφό μου και κολλούσα τις αφίσες στον δρόμο και με είχε πιάσει η αστυνομία. Τίποτα δεν είναι τυχαίο! Έκανα τότε δύο και τρεις δουλειές. Στα πρώτα μου βήματα με είχε στηρίξει ο Μίμης Πλέσσας. Το τηλέφωνο δεν χτυπάει, ούτε η πόρτα αν δεν το χτυπήσεις εσύ.

Το 1959 ήμουν 8-9 χρονών, είχε βγει το τραγούδι του Καζαντζίδη το “Τελευταίο βράδυ μου”. Γίνεται ένας γάμος στο χωριό και μου είχε κολλήσει στο μυαλό. Κατεβήκαμε στη Θεσσαλονίκη και δεν το έβαλα κάτω, έκανα αμέτρητες δουλειές. Δεν άφηνα καμία να πέσει κάτω. Μετά έχασα τον πατέρα μου στα 17. Ήταν οικοδόμος και η μητέρα μου καθαρίστρια. Θύμωνε η μάνα μου όταν πήγαινα μαζί της στα σπίτια που καθάριζα, δεν ήθελε.

Είμαι σε ένα ταβερνάκι με τους φίλους μου και είχε βγει το τραγούδι “Δελφίνι, δελφινάκι”, και έτσι όπως τραγουδούσαμε μου είπε ένας που έπαιζε ακορντεόν να τραγουδάω. Ντρεπόμουν αλλά μέσα μου καιγόμουν! Ήταν ένα μαγαζί που είχε μισό πρόγραμμα με λαϊκό και θα έλεγα 5-6 τραγούδια. Η πρεμιέρα είχε τόσο κόσμο όσο είχα σήμερα. Ήρθε η αστυνομία, ήρθαν μηχανές. Έκλεισε ο δρόμος. Δεν μπόρεσαν να μπουν στο μαγαζί και συνέχιζε αυτό να γίνεται. Εκεί άρχισα να νιώθω μια φλόγα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να παρατήσω και την άλλη δουλειά (σσ. μηχανικός)», ανέφερε.

«Είχα έναν περίεργο εγωισμό μέχρι τα 35-40 μου. Ήθελα να φιλοξενώ τους μεγάλους εκεί που δούλευα. Και το κατάφερα στη Θεσσαλονίκη. Τους έπαιρνα για 10 μέρες για να με ξεκουράζουν και κρατούσα την έδρα μου. Έπαιρνα τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Βαρδή για να ξεκουραστώ. Ήθελα να κάνω συνεργασίες με μικρότερούς μου και το πέτυχα, μου βγήκε σε καλό.

Από το 1990 άρχισε να με γνωρίζει καλά η Ελλάδα. Μετά το Νύχτα ξελογιάστρα άνοιξαν οι πόρτες. Ήρθα στην Αθήνα για να βρω τραγούδια, το βλαχάκι από το χωριό. Πάω σε έναν δικό μας από τον Βορρά και του λέω να μου γράψει το δίσκο. Μου λέει “Θα μου δώσεις 800.000 δραχμές”. Ήμουν αποφασισμένος να μπω στην αγορά. Περιμένω ένα μήνα, δύο. Ανεβαίνω στο αεροπλάνο και ζητάω ένα χαρτάκι και ένα στυλό και γράφω το πρώτο μου τραγούδι. Λέω “αυτοί μπορούν, με κοροϊδεύουν και εγώ δεν μπορώ;”. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, από αντίδραση και είμαι ευχαριστημένος. Με κορόιδευαν για να κερδίσουν τα χρήματα.

Τα παράτησα κάποια στιγμή. Τα παράτησα γιατί κουράστηκα με τα μαχαιρώματα. Όταν ήρθα στην Αθήνα έφαγα μεγάλο πόλεμο, δεν γράφεται σε βιβλίο. Με ανάγκασαν να βάλω φρουρά στο σπίτι μου. Τι δουλειά έχει η φρουρά; Δεν έχω πειράξει άνθρωπο και λες “γιατί ρε γαμώτο;”. Πέρασα τρία χρόνια δύσκολα μέχρι που πούλησα το σπίτι μου», δήλωνε σε άλλο σημείο.