Το διαμέρισμα του Αριστοτέλη Ωνάση στο Λονδίνο - Πωλήθηκε σε Σαουδάραβα έναντι 18,6 εκατομμυρίων λιρών

Φωτογραφίες από το εσωτερικό του

Αρθρογράφος: Youweekly Team
Youweekly Team
Συντακτική Ομάδα
Το διαμέρισμα του Αριστοτέλη Ωνάση στο Λονδίνο - Πωλήθηκε σε Σαουδάραβα έναντι 18,6 εκατομμυρίων λιρών

Το πολυτελές διαμέρισμα, που φιλοξένησε κάποτε την Τζάκι Κένεντι (διαβάστε εδώ για τα μαρτυρικά της βράδια στα χέρια του Ωνάση που την νάρκωνε και την βίαζε), πωλήθηκε έναντι 18,6 εκατομμυρίων λιρών το 2020 και εικάζεται ότι έσπασε κάθε ρεκόρ σε ό,τι αφορά στα πιο ακριβά φοιτητικά καταλύματα.

Το διαμέρισμα είναι 5.000 τ.μ. και βρίσκεται στον πρώτο όροφο. Έχει θέα στην πλατεία Grosvenor και διαθέτει πέντε υπνοδωμάτια, μπαλκόνι και βεράντα με νότιο προσανατολισμό, βιβλιοθήκη, τρεις μεγάλες αίθουσες υποδοχής και μία μεγάλη οικογενειακή κουζίνα.

Το ακίνητο ήταν κάποτε ένα κομμάτι της περιουσίας του Αριστοτέλη Ωνάση. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Τζάκι χρησιμοποίησε το διαμέρισμα για να επισκεφτεί την κόρη της Κάρολιν Κένεντι, που φοιτούσε εκεί στο Λονδίνο. Η οικογένεια Ωνάση αγόρασε το διαμέρισμα από τον Σερ Τζον Άντερσον, υπουργό Εσωτερικών του Γουίνστον Τσόρτσιλ και πρόεδρο της Βασιλικής Όπερας.

Σύμφωνα με το Evening Standard, η συμφωνία έκλεισε μέσα σε 24 ώρες από τον κτηματομεσίτη Peter Wetherell. Ο αγοραστής θεωρείται ότι είναι ένας από τους πλουσιότερους επιχειρηματίες της Μέσης Ανατολής.

Το άλλοτε διαμέρισμα του Αριστοτέλη Ωνάση

Αριστοτέλης Ωνάση
Αριστοτέλης Ωνάση διαμέρισμα
Αριστοτέλης Ωνάση περιουσία

Πώς έγινε πλούσιος

Ο Ωνάσης δημιούργησε ένα στόλο φορτηγών και δεξαμενόπλοιων που ξεπέρασαν τελικά τα 140 πλοία. Το μεγαλύτερο μέρος του στόλου λειτουργούσε συνήθως υπό σημαίες ευκαιρίας όπου οι νόμοι και οι κανονισμοί είναι πιο χαλαροί από εκείνους της χώρας των πλοιοκτητών. Οι πιο αυστηροί κανονισμοί σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες παρείχαν υψηλότερους μισθούς και πρότυπα ασφάλειας, επέτρεπαν την πρόσβαση σε εσωτερικές διαδρομές με υψηλότερους ναύλους αλλά με πολύ μεγαλύτερα λειτουργικά έξοδα. Όπως συνηθιζόταν τότε στη διεθνή ναυτιλία, ο στόλος του Ωνάση είχε κυρίως σημαίες ευκαιρίας του Παναμά και της Λιβερίας, οι οποίες παρείχαν αφορολόγητα κέρδη ενώ λειτουργούσαν με χαμηλό κόστος. Αυτό σε συνδυασμό με την οξυδερκή επιχειρηματική του αίσθηση βοήθησαν τον Ωνάση να αποκομίσει τεράστια κέρδη στην εξαιρετικά ανταγωνιστική ναυτιλιακή αγορά. Ο Ωνάσης επίσης πραγματοποίησε μεγάλα κέρδη όταν οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίου όπως η Mobil, η Socony και η Texaco υπέγραψαν μακροπρόθεσμα συμβόλαια γνωστά ως χρονοναυλώσεις σε σταθερές τιμές πριν από την πτώση της αγοράς spot.

Η υψηλή κερδοφορία του στόλου του Ωνάση έχει αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην αδιαφορία του για τα πρότυπα που διέπουν κανονικά τη διεθνή ναυτιλία. Όπως για παράδειγμα, το δεξαμενόπλοιο του SS Arrow που ήταν νηολογημένο στη Λιβερία προσάραξε και προκάλεσε διαρροή πετρελαίου στον κόλπο Τσενταμπούκτο της Νέας Σκωτίας το 1970, η οποία ήταν η πιο σημαντική πετρελαιοκηλίδα στα ανοιχτά της Ανατολικής Ακτής του Καναδά (περίπου 25% της ποσότητας που χύθηκε από το Exxon Valdez στην Αλάσκα το 1989). Με επικεφαλής τον Δρ. Πάτρικ ΜακΤάγκαρτ-Κόουαν, εκτελεστικό διευθυντή του Επιστημονικού Συμβουλίου του Καναδά, δημιουργήθηκε μια εξεταστική επιτροπή, η οποία διαπίστωσε ότι το SS Arrow λειτουργούσε χωρίς σχεδόν κανέναν από τον εξοπλισμό πλοήγησής του: «το ραντάρ είχε σταματήσει να λειτουργεί μια ώρα πριν χτυπήσει το πλοίο. Οι σειρήνες δεν ήταν σε κατάσταση λειτουργίας για δύο μήνες και η γυροσκοπική πυξίδα είχε μόνιμο σφάλμα τριών μοιρών δυτικά. Ο τρίτος αξιωματικός του πλοίου που εκείνη τη στιγμή του ατυχήματος ήταν στη γέφυρα, δεν είχε άδεια και κανένας από το πλήρωμα δεν είχε καμία ναυτική ικανότητα εκτός από τον πλοίαρχο, για τον οποίο υπάρχουν ακόμη και αμφιβολίες για τις ικανότητες του».

Μεταξύ 1950 και 1956, ο Ωνάσης άρχισε να δραστηριοποιείται με επιτυχία στην φαλαινοθηρία στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Νότιας Αμερικής. Η πρώτη του αποστολή είχε καθαρά κέρδη 4,5 εκατομμυρίων δολαρίων. Οι διεθνείς συμφωνίες περιόρισαν τον αριθμό, το μέγεθος και τις ημερομηνίες μεταξύ των οποίων θα μπορούσαν να αλιευθούν οι φάλαινες. Το φαλαινοθηρικό πλοίο του Ωνάση και τα συνοδευτικά του πλοία έδωσαν λίγη προσοχή σε αυτούς τους περιορισμούς. Η εφημερίδα Norwegian Whaling Gazette δημοσιεύσε καταγγελίες βασισμένες σε μαρτυρίες ναυτικών, όπως αυτή του Μπρούνο Σκαλατζέκε που εργαζόταν στο φαλαινοθηρικό πλοίο Olympic Challenger: «Τα κομμάτια φρέσκου κρέατος από τις 124 φάλαινες που σκοτώσαμε χθες παραμένουν στο κατάστρωμα. Μόνο μια φάλαινα θα μπορούσε να θεωρηθεί ενήλικη. Όλες οι φάλαινες που περνούν εντός της εμβέλειας του καμακιού σκοτώνονται εν ψυχρώ».

Το 1954 η κυβέρνηση του Περού ισχυρίστηκε ότι ο στόλος του Ωνάση εκτελούσε φαλαινοθηρία σε απόσταση 200 μιλίων από τις ακτές του Περού χωρίς άδεια και έστειλε σκάφη του λιμενικού να αναχαιτίσει τα πλοία του. Επίσης στάλθηκαν αεροσκάφη της περουβιανής πολεμικής αεροπορίας που έριξαν βόμβες και εξερράγησαν κοντά στο πλοίο. Τα περισσότερα πλοία του φαλαινοθηρικού στόλου αιχμαλωτίστηκαν από τα περουβιανά πλοία και μεταφέρθηκαν στην Πάιτα όπου και παρέμειναν. Η επιχείρηση φαλαινοθηρίας του Ωναση σταμάτησε όταν όλος ο στόλος του πουλήθηκε στην Kyokuyo Hogei Kaisha Whaling Company, μια από τις μεγαλύτερες ιαπωνικές εταιρείες φαλαινοθηρίας, για 8,5 εκατομμύρια δολάρια. Οι νορβηγικές αρχές υποψιάζονταν την εμπλοκή του Γερμανού τραπεζίτη Χιάλμαρ Σαχτ στις επιχειρήσεις φαλαινοθηρίας του Ωνάση, καθώς αυτός είχε προηγουμένως συνδεθεί με τις συμφωνίες του Ωνάση στη Σαουδική Αραβία.

Αριστοτέλης Ωνάσης Τζάκι Κένεντι
(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 60) (EUROKINISSI)

Το 1954 ο Ωνάσης βρισκόταν σε τελικές συζητήσεις με τον Βασιλιά Σαούντ της Σαουδικής Αραβίας για την υπογραφή συμφωνίας μεταφοράς αργού πετρελαίου για μια περίοδο 30 ετών. Ωστόσο αυτό προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της Arabian-American Oil Co (γνωστή ως Aramco) η οποία είχε το μονοπώλιο στην παραγωγή, μεταφορά και εξαγωγή του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας χάρη σε μια συμφωνία παραχώρησης που είχε κάνει κατά την δεκαετία του 1930. Η Aramco προέτρεψε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να πείσει την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας να ακυρώσει τη συμφωνία, έτσι ώστε να ληφθούν «όλα τα κατάλληλα μέτρα για την ακύρωση» μιας συμφωνίας μεταξύ της Σαουδαραβικής κυβέρνησης και του Ωνάση για τη μεταφορά του σαουδαραβικού πετρελαίου στα δεξαμενόπλοια του Ωνάση και «σε κάθε περίπτωση να καταστεί η συμφωνία αναποτελεσματική».

Μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε οι τρεις εμπλεκόμενες πλευρές (Ωνάσης, Aramco, κυβέρνηση Σαουδικής Αραβίας) κατέφυγαν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ελβετίας, προκειμένου να εξευβρεθεί μια λύση, καθώς η Aramco θεωρούσε ότι η συμφωνία του Ωνάση με την Σαουδική Αραβία, παραβίαζε την δική της σύμβαση παραχώρησης. Το Δικαστήριο δικαίωσε την Aramco, καθώς έκρινε ότι η χορήγηση δικαιώματος προτεραιότητας στη Satco (ιδιοκτησίας Ωνάση) ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Ωνάση με την Σαουδική Αραβία παραβίαζε τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγήθηκαν στην Aramco και ότι η Aramco δεν ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει την συμφωνία του Ωνάση.

Με την απόφαση αυτή του δικαστηρίου η συμφωνία του Ωνάση έπαψε να ισχύει το 1956, ζημιωνόντας τον με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, εξαιτίας των επενδύσεων που είχε πραγματοποιήσει για την αγορά και ναυπήγηση δεξαμενόπλοιων στη Satco.

Ο Ωνάσης έφτασε στο μεσογειακό πριγκιπάτο του Μονακό το 1953 και άρχισε να αγοράζει τις μετοχές της Εταιρείας Θαλασσίων Λουτρών (γαλλ.:Societe des Bains de Mer) (SBM) του Μονακό μέσω εταιρειών του στον Παναμά και ανέλαβε τον έλεγχο του οργανισμού εκείνης της χρονιάς. Ο Ωνάσης μετέφερε την έδρα του στο Old Sporting Club στη λεωφόρο d'Ostende του Μονακό, λίγο αφότου πήρε τον έλεγχο του SBM. Η SBM διέθετε σημαντικά περουσιακά στοιχεία στο Μονακό, τα οποία περιλάμβαναν το καζίνο Monte Carlo, το Monaco Yacht Club, το Hôtel de Paris και το ένα τρίτο της έκτασης της χώρας. Η εξαγορά της SBM από τον Ωνάση χαιρετίστηκε αρχικά από τον Πρίγκιπα του Μονακό, Ρενιέ Γ' καθώς το πριγκιπάτο απαιτούσε νέες επενδύσεις, αλλά η σχέση του Ωνάση και του Ρενιέ είχε επιδεινωθεί το 1962 μετά το μποϊκοτάζ από τον Γάλλο Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ.

Ο Ωνάσης και ο Ρενιέ είχαν διαφορετικά οράματα για το Μονακό. Ο Ωνάσης οραματίστηκε το Μονακό να γίνει ένα κέντρο με αποκλειστικά πολυτελή θέρετρα που θα εξυπηρετούσαν τους υπερ-πλούσιους και διάσημους, με ένα μεγαλύτερο λιμάνι ικανό να χειριστεί μεγαλύτερα σκάφη αναψυχής και κρουαζιερόπλοια πολυτελείας και μεγαλύτερες και πιο πολυτελείς βίλες. Από την άλλη ο πρίγκιπας Ρενιέ ήθελε να κατασκευάσει εργοστάσια, ενοικιαζόμενα διαμερίσματα για εργαζόμενους, ξενοδοχεία που θα ήταν στο εύρος τιμών των τουριστών μεσαίας τάξης και λιγότερο ακριβές ψυχαγωγίες. Ο Ωνάσης θεωρούσε ότι οι ιδέες αυτές ήταν ανόητες και έθεταν σε κίνδυνο το σχέδιο του για ένα Μονακό όπως εκείνος το οραματίστηκε.

Το Μονακό είχε γίνει λιγότερο ελκυστικό ως φορολογικός παράδεισος στον απόηχο των ενεργειών της Γαλλίας και ο Ρενιέ προέτρεψε τον Ωνάση να επενδύσει στην κατασκευή ξενοδοχείων. Ο Ωνάσης ήταν αρχικά απρόθυμος να επενδύσει σε ξενοδοχεία χωρίς εγγύηση από τον Ρενιέ ότι δεν θα επιτρεπόταν καμία άλλη ανταγωνιστική ξενοδοχειακή επένδυση, αλλά υποσχέθηκε να κατασκευάσει δύο ξενοδοχεία και μια πολυκατοικία. Μη διατεθειμένος να δώσει την εγγύησή του στον Ωνάση, ο Ρενιέ χρησιμοποίησε το βέτο του για να ακυρώσει ολόκληρο το έργο του ξενοδοχείου και επιτέθηκε δημόσια στην SBM, επικρίνοντας σιωπηρά τον Ωνάση. Ο Ρενιέ και ο Ωνάσης παρέμειναν σε αντιπαράθεση για την κατεύθυνση της εταιρείας για αρκετά χρόνια και τον Ιούνιο του 1966 ο Ρενιέ ενέκρινε ένα σχέδιο για τη αύξηση 600.000 νέων μετοχών στην SBM που θα κατέχονταν μόνιμα από το κράτος, και που μείωνε το μερίδιο του Ωνάση από 52% σε κάτω από 1/3. Ο Ωνάσης προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μονακό, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η αύξηση μετοχών ήταν αντισυνταγματική, αλλά το δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του τον Μάρτιο του 1967. Μετά την απόφαση ο Ωνάσης πούλησε τις συμμετοχές του στην SBM και εγκατέλειψε τη χώρα.

Το 1956, ο Αριστοτέλης Ωνάσης αγόρασε από το ελληνικό Δημόσιο το προνόμιο εκμετάλλευσης των Ελληνικών Αεροπορικών Συγκοινωνιών και ίδρυσε την Ολυμπιακή Αεροπορία. Η εταιρεία ξεκίνησε τη λειτουργία της στις 6 Απριλίου 1957, με προδιαγραφές εξυπηρέτησης επιβατών που σήμερα θεωρούνται αδιανόητες λόγω κόστους. Πολύ γρήγορα άνοιξε τα φτερά της στις πέντε ηπείρους και αναδείχθηκε σε μία από τις ασφαλέστερες αεροπορικές εταιρείες στον κόσμο. Στα τέλη του 1974 ο Ωνάσης κατήγγειλε τη σύμβαση με το ελληνικό Δημόσιο και στις 4 Αυγούστου 1975, μετά τον θάνατό του, η Ολυμπιακή Αεροπορία μεταβιβάστηκε στο ελληνικό Δημόσιο.

Εκτός από την ναυτιλία και την αεροπορία, ο Ωνάσης συμμετείχε και σε διάφορες άλλες επενδύσεις, όπως την χρηματοδότηση της κατασκευής ενός ουρανοξύστη 52 ορόφων στο Μανχάταν, τον Ολυμπιακό Πύργο. Επίσης, είχε στην κατοχή του αρκετά ακίνητα, μεταξύ άλλων στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Μόντε Κάρλο, την Αθήνα και το Ακαπούλκο.

Το 1963 θα αγοράσει από τον Γεώργιο Φίλιππα τον περίφημο Σκορπιό, μια νησίδα του Ιονίου πελάγους, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Πριγκιποννήσων και βρίσκεται ανάμεσα στην ανατολική ακτή της Λευκάδας και τα δυτικά παράλια της Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται, επίσης, σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων από το Νυδρί. Με το πέρασμα της κυριότητας του νησιού στα χέρια του Ωνάση, ο Σκορπιός άλλαξε εντελώς πρόσωπο. Ο Ωνάσης έφερε στο νησί γεννήτριες ρεύματος και εξασφάλισε παροχή νερού από την γειτονική Λευκάδα. Επίσης έφερε λουλούδια και φυτά, ακόμη και τροπικά πτηνά, ενώ διάνοιξε έναν δρόμο, ώστε να είναι το νησί προσβάσιμο μέσω αυτοκινήτου. Κατασκευάσε επίσης ένα ελικοδρόμιο, αλλά και μια μαρίνα για μικρά σκάφη. Χαρακτηριστική είναι η ροζ βίλλα που έχτισε, αλλά και σουίτες για να φιλοξενούνται οι καλεσμένοι του. Η μεταμόρφωση του Σκορπιού χρειάστηκε πέντε χρόνια συνολικά για να ολοκληρωθεί τελικά το 1968.