Δέσποινα Μπεμπεδέλη: Ο τραγικός θάνατος της φίλης της, που σημάδεψε την πρωταγωνίστρια της «Famagusta»...

Μία ιστορία που συγκλονίζει

Τζώρτζια Συρίχα
Youweekly Editor
Φωτογραφία αρχείου: NDP Photo Agency
Φωτογραφία αρχείου: NDP Photo Agency

Ο χρόνος για την Χαρίτα Μάντολες, την γυναίκα – σύμβολο της Κύπρου, «πάγωσε» το καλοκαίρι του '74 στην εν ψυχρώ εκτέλεση μπροστά στα μάτια της, συνολικά δώδεκα μελών της οικογένειάς της από τους Τούρκους. Στην πρεμιέρα της «Famagusta» την Κυριακή 21/1 το βράδυ, ο χρόνος «πάγωσε» με την συγκλονιστική ερμηνεία της Δέσποινας Μπεμπεδέλη, που μετέφερε το πένθος της Μάντολες ανατριχιάζοντας το τηλεοπτικό κοινό.

Η 80χρονη ηθοποιός με σπάνιες εμφανίσεις στην τηλεόραση, ενσάρκωσε τον συγκεκριμένο ρόλο όταν της τον πρότειναν, επειδή της κίνησε το ενδιαφέρον, όμως η διάρκειά του είναι σύντομη, καθώς έχει άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις με το θέατρο και θέλει να διαθέτει εκεί τις δυνάμεις της. Η ίδια συνεχίζει μέχρι και σήμερα να παίζει, να σκηνοθετεί και να διδάσκει υποκριτική, «συμφιλιωμένη» όπως λέει πλέον με την ιδέα ότι τα αναμμένα κεριά της είναι λίγα.

Δείτε επίσης: Famagusta Πρεμιέρα: «Μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο...» - Καθήλωσε το πρώτο συγκλονιστικό επεισόδιο

Η μεγάλη πρωταγωνίστρια του θεάτρου, μέσα από τις σπουδές της στην υποκριτική, αλλά και λόγω του σπουδαίου ταλέντου της, ξέρει πολύ καλά πως να ελέγχει, ανάλογα με τον κάθε ρόλο, το μυϊκό και το νευρικό της σύστημα και να τα «παντρεύει» με το μυαλό της, με εξαιρετική αριστοτεχνία. Λάτρης γενικότερα της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ιδιαίτερα του αγγλικού θεάτρου, έχει ξεσηκώσει πολλά από μεγάλους Έλληνες και Άγγλους πρωταγωνιστές.

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Σμύρνη, από γονείς που κατάγονταν από την Μυτιλήνη, γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και ερωτεύτηκαν όταν συναντήθηκαν τυχαία στην Ελλάδα. Η μητέρα της, μια καλλονή της εποχής, είχε μάθει την τέχνη της καπελούς από την Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της που ήταν πουκαμισάς και ιεροψάλτης, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα όταν την είδε να μπαινοβγαίνει στο μαγαζί που εργαζόταν στον Κεραμεικό και την ζήτησε αμέσως από τον πατέρα της σε γάμο. Καρπός αυτού του μεγάλου έρωτα ήταν η Δέσποινα που μεγάλωσε σε μια συνοικία με πρόσφυγες Μικρασιάτες. Η ίδια σε διάφορες συνεντεύξεις της θυμάται ότι σε αυτή την γειτονιά τα ρουθούνια της γέμιζαν με μυρωδιές από λεβάντα και λεμόνι που αναδύονταν μέσα από τα πεντακάθαρα σπίτια και της τρυπούσαν την μύτη και της άρεσε να ακούει στις συναναστροφές τους τις διάφορες ιστορίες, τα τραγούδια και την ποίηση.

Μέσα στον εμφύλιο πόλεμο, και σε ηλικία 8 ετών, ενώ οι συμμαθητές της στο σχολείο ακόμα μάθαιναν την αλφαβήτα, η χαριτωμένη Δέσποινα μετά την λειτουργία της εκκλησίας όπου έψελνε ο μπαμπάς της, τον ακολουθούσε στα διάφορα σπίτια και άκουγε από τους Μικρασιάτες επιτρόπους της εκκλησίας, την ώρα του καφέ να απαγγέλουν ποιήματα του Καβάφη που είχαν αποστηθίσει, όπως και να διηγούνται γεγονότα από την χλιδάτη ζωή τους που οδηγήθηκε στην καταστροφή και στον ξεριζωμό. Οι νοικοκυρές έραβαν και κεντούσαν, μαγείρευαν πολίτικα φαγητά και έφτιαχναν γλυκά του κουταλιού και εκείνη ζώντας σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξεσήκωνε την πάστρα και την νοικοκυροσύνη από τις γυναίκες και ρουφούσε σαν σφουγγάρι τις φιλοσοφικές συζητήσεις από τους άντρες της συντροφιάς.

Ο τραγικός θάνατος της φίλης της που σημάδεψε την Δέσποινα Μπεμπεδέλη

Στο Παρθεναγωγείο Άσυλο του Αγίου Ανδρέου στη Νέα Σμύρνη πήγε δημοτικό και αργότερα στην Ευαγγελική σχολή το γυμνάσιο. Η Δέσποινα μεγάλωσε την περίοδο της κατοχής με πολλά «μη» και «όχι» από το σπιτικό της, ένα από αυτά μάλιστα -όχι άδικα- της απαγόρευε δια ροπάλου να παίζει σε χωράφια γιατί υπήρχαν κρυμμένες νάρκες. Εκείνη μεγαλώνοντας παραδέχτηκε πως ένα μεγάλο σοκ που δέχτηκε σε μικρή ηλικία, ήταν όταν έμαθε ότι μια φίλη της πέθανε μόλις πάτησε μια νάρκη και στην κηδεία της την είδε ντυμένη νύφη. Εντελώς τυχαία και για κάποιο λόγο εκείνη την ημέρα η Δέσποινα δεν είχε πάει μαζί της στο χωράφι για να παίξουν όπως έκαναν συνήθως. «Το πρώτο νεκρό σώμα που είδα στη ζωή μου και με συγκλόνισε ήταν η Φανούλα που σκόρπισε και έγινε ρόδι. Οι γονείς μας γενικότερα όμως προσπαθούσαν να μας αποτρέπουν να πηγαίνουμε σε κηδείες παιδιών, που ήταν συχνές γιατί τα παιδιά τότε πέθαιναν και από φυματίωση, από αβιταμίνωση, πέρα από άλλες αιτίες», έχει πει στην ραδιοφωνική εκπομπή της ΕΡΤ «Με τα πόδια μέχρι την αλήθεια».

Οι γονείς της λάτρευαν το θέατρο. Καθόλου τυχαίο επομένως το γεγονός που το παιδί τους ακολούθησε το επάγγελμα αυτό, καθώς από πολύ μικρή την πήγαιναν να δει παραστάσεις. Στο πρώτο έπιπλο ραδιόφωνο που αγόρασε ο μπαμπάς της για το σπίτι, όλη η οικογένεια συντονιζόταν και άκουγε τις εκπομπές που ήταν αφιερωμένες στο θέατρο. Η μικρή Δέσποινα μαγευόταν και άκουγε τότε εκστασιασμένη την υπέροχη φωνή της Ελένης Χατζηαργύρη και του Νίκου Τζόγια, και -πώς τα έφερε η μοίρα!- αργότερα συνεργάστηκε μαζί με την μεγάλη πρωταγωνίστρια. «Πώς τα φέρνει έτσι ο κύκλος της ζωής! Από εκεί που την φανταζόμουνα ακούγοντάς την, ότι ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, την είδα μπροστά μου και γίναμε φίλες», έχει δηλώσει στην ίδια συνέντευξη. Σε μια τέτοια συγκυρία πραγμάτων, συνάντησε και την πρώτη της φορά στο θέατρο την Μαρίκα Κοτοπούλη και πολλά χρόνια αργότερα βραβεύτηκε για την ερμηνεία της με το βραβείο Μαρίκα Κοτοπούλη.

Νίκος Κούρκουλος Δέσποινα Μπεμπεδέλη
Με τον Νίκο Κούρκουλο
Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Μεγαλώνοντας σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο και πήρε υποτροφία, ήθελε να γίνει καθηγήτρια των Γαλλικών, μέχρι που ο καθηγητής θρησκευτικών του σχολείου της, που την είχε δει να απαγγέλει ποιήματα και να ξεχωρίζει στις παιδικές παραστάσεις με την στεντόρια φωνή της, την παρότρυνε να ασχοληθεί με το θέατρο. Με την ευχή των γονιών της προχώρησε στην υποκριτική και πήγε στη σχολή του Πέλου Κατσέλη, ενώ προηγουμένως είχε κάνει αίτηση στον Κουν και εκείνος την είχε απορρίψει. Σε μια οντισιόν όμως αργότερα την επέλεξε και εκείνη για πρώτη φορά συνεργάζεται μαζί του. Είναι η αρχή της συνεργασίας της με τον μεγάλο σκηνοθέτη και η αρχή ενός μεγάλου έρωτα, καθώς εκείνη την περίοδο γνωρίζει και τον Κύπριο σύζυγό της Στέλιο Καυκαρίδη και έλκονται αμοιβαία.

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη συνεργάστηκε στην πορεία με μεγάλους ηθοποιούς και δημιουργούς. Η υπέροχη χροιά της φωνής της «μαγεύει» ακόμα και τον Μίκη Θεοδωράκη που την επιλέγει για να τον ακολουθήσει σε διάφορες συναυλίες του. «Ο Θεοδωράκης ήταν σαν ένας τεράστιος Αρχάγγελος, τραγουδούσε και εκείνος μαζί μας. Κάναμε παρέα γιατί ήταν και εκείνος Νεοσμυρνιώτης και για τις συναυλίες πηγαίναμε σπίτι του για πρόβες. Τον είδα 3 μήνες πριν φύγει από την ζωή, δεν ήταν ο Μίκης που ξέραμε σωματικά, ήταν ξαπλωμένος σε ένα ανάκλιντρο, αλλά το πνεύμα του έλαμπε. Κάθισα 2,5 ώρες μαζί του και ήταν ένας χείμαρρος», έχει πει εκείνη σε συνέντευξή της για τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη.

Ο Γολγοθάς με τον αγνοούμενο άντρα της μετά την τουρκική εισβολή

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη αποκομμένη από κοσμικότητες και δημόσιες σχέσεις καθόλη την διάρκεια της καριέρας της ακολουθεί εξαρχής έναν ήσυχο τρόπο στην ζωή της. Σπίτι, διάβασμα, γραπτά και νοικοκυριό, ανέκαθεν είχε έναν μόνιμο έρωτα με το θέατρο και με τον άντρα της Στέλιο Καυκαρίδη με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά, την κόρη της Μαριάννα που είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης και τον γιο της Θόδωρο που είναι αθλητικογράφος.

Η γνωριμία με τον σύζυγο και συνάδελφό της Στέλιο Καυκαρίδη και η κοινή τους απόφαση να μείνουν μόνιμα στην Κύπρο το 1968 εν μέσω Χούντας, σηματοδοτεί μια νέα ζωή για το ζευγάρι που λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους έζησαν την κυπριακή τραγωδία. Η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της στο «Documento» έχει περιγράψει πως έζησε με την οικογένειά της την τουρκική εισβολή λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος και βλέπω τον άντρα μου να φωνάζει: “Εισβολή. Ξύπνα τα παιδιά και βάλ’ τα στον διάδρομο”. Ανοίγουμε το παράθυρο και βλέπουμε αλεξιπτωτιστές. Γυρνάει και μου λέει ο Στέλιος – δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου: “Δέσποινα, χωρίζουνε την Κύπρο στα δύο”. Από το ραδιόφωνο άρχισαν να μιλάνε για επιστράτευση»

Δέσποινα Μπεμπεδέλη
Φωτογραφία: NDP Photo Agency

«Τα μωρά μας έκλαιγαν, από πάνω μας περνούσαν σαν σβούρες τα αεροπλάνα. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι έκαναν λάθος και αντί να χτυπήσουν το ΡΙΚ, χτύπησαν το φρενοκομείο. Μετά χτύπησαν τον ραδιοσταθμό. Με πήρε ο άντρας μου, ετοίμασα κρέμες, γάλατα, φασκιές και με πήγε δίπλα στης αδερφής του. Έφυγε. Επιστράτευση… Δεν μπορώ να το πιστέψω, σας λέω αλήθεια, νομίζω πως το ξαναζώ τώρα. Ανήκουμε στους πολύ τυχερούς, γιατί δεν είχαμε στην οικογένειά μας ούτε νεκρούς ούτε αγνοούμενους». Άρχισαν να έρχονται στο σπίτι μας διάφοροι φίλοι και συγγενείς, άλλος με ρύζι, άλλος με μακαρόνια, περίεργα πράγματα. Κάποια στιγμή έρχεται ένας συνάδελφος, καλή του ώρα, με ένα φάκελο με λεφτά: "Κράτα τα αυτά, Δέσποινα, μπορεί να χρειαστούν"… Είχε βγει η φήμη ότι ο Στέλιος είχε σκοτωθεί και τον ψάχνανε στα νοσοκομεία και στους Ερυθρούς Σταυρούς. Όταν πια βεβαιώθηκαν πως δεν ήταν νεκρός, τότε μου το είπανε. Ύστερα από μία εκεχειρία, οι Τούρκοι μπήκαν εν θριάμβω στην άδεια Αμμόχωστο. Ηταν 14 Αυγούστου»